Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ANIMUS (5)


Συνέχεια από Τρίτη 9 Ιουλίου 2013
Barbara Hannah

5. Ο ANIMUS ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ(συνέχεια)

Υπάρχουν ακόμη μερικά γεγονότα που θα πρέπει να αναφέρουμε από το δεύτερο μέρος του κειμένου. Εκεί μαθαίνουμε, ότι, αν και της διάβασαν τους εξορκισμούς αμέσως, η απελευθέρωσή της χρειάστηκε δύο χρόνια για να έρθη, και απαίτησε τρομακτικές προσπάθειες εκ μέρους των ιερέων που διάβαζαν τους εξορκισμούς, ιδιαίτερα του ίδιου του αρχιεπισκόπου, καθώς και μερικών από τις αδελφές που τους βοήθησαν στο έργο τους. Η στάση της ίδιας της Jeanne ποίκιλλε: κάποιο όραμα της Μαρίας της Μαγδαληνής – που κατά ενδιαφέροντα τρόπο εμφανίσθηκε για πρώτη φορά όταν έπεσε στα πόδια τους αρχιεπισκόπου – μπορούσε να δυναμώσει την θέλησή της να ελευθερωθή, αλλά τα πνεύματα είχαν ακόμη αρκετή δύναμη επάνω της, και, ως επί το πλείστον, έδειχνε πολύ μεγάλο πείσμα και αντίσταση. Τα πνεύματά της συνέχισαν να την συμβουλεύουν να αυτοκτονήση, ή, με την γλώσσα της εποχής, την έκαναν να χτυπιέται γύρω στο δωμάτιο ή ακόμη την έσπρωχναν να πέση από το παράθυρο. Ήταν πάντοτε γεμάτη τραύματα, και η υγεία της υπέφερε τόσο σοβαρά, που σε μια περίπτωση ο γιατρός είπε ότι δεν θα μπορούσε να αναρρώση. Άλλες φορές, η λογική της την εγκατέλειπε, και γινόταν πραγματικά έξω φρενών. Την πήγαν σε όλα τα ιερά λείψανα που βρίσκονταν σε σχετικά κοντινή απόσταση, την έλουσαν με αγιασμένο νερό, και συνέχεια της διάβαζαν εξορκισμούς. Σιγά-σιγά τα πονηρά πνεύματα αισθάνθηκαν την επίδραση αυτής της μεταχείρισης και αναχώρησαν όλα εκτός από ένα που ήταν η αρχική μορφή του πατέρα της. Της είπε ότι δεν είχε σκοπό να την εγκαταλείψη, και ότι είχε κάνει τα πάντα γι’ αυτήν, την είχε κάνει πνευματώδη, έξυπνη, και τα λοιπά, και ότι αν την άφηνε θα γυρνούσε στην κατάσταση ενός παιδιού τεσσάρων ετών, ηλικία στην οποία της εμφανίσθηκε για πρώτη φορά και την κατέλαβε. Και αυτή επίσης ήταν εξαιρετικά απρόθυμη να τον αποχωρισθή, και έπεφτε στα πόδια των εξορκιστών, παρακαλώντας τους να της αφήσουν αυτό το ένα πνεύμα. Όταν της το αρνήθηκαν αυτή φώναξε: «Ώ, τί πικρός χωρισμός», και βρέθηκε σε τέλεια απόγνωση. Συγκατατέθηκε μόνο όταν ο κύριος εξορκιστής της υποσχέθηκε ότι θα είναι ο πατέρας της, και ο αρχιεπίσκοπος ότι θα είναι ο παππούς της.
Όταν και αυτό το τελευταίο πνεύμα την άφησε, έπεσε εξαντλημένη, ένα απλό, φυσικό παιδί που μπορούσε μόνο να πη: «Πατέρας, σπίτι, και ωραία Μαρία». Χρειάσθηκε ο αρχιεπίσκοπος να ευλογήση επανειλημμένα την γλώσσα της για να ελευθερωθή, όπως και τα άλλα μέλη του σώματός της, και ακόμη και τότε έπρεπε να εκπαιδευθή και πάλι, ακριβώς σαν ένα παιδί. Διατάχθηκε ένας χρόνος μετανοίας, κατά τον οποίο τα πνεύματα συνεχώς επέστρεφαν και προσπαθούσαν να την ξανακυριεύσουν. Η Μαρία η Μαγδαληνή επίσης εμφανίσθηκε μερικές φορές, και πάντοτε την ενίσχυε. Παρ’ όλα αυτά ηJeanne ξανακυλούσε συνεχώς, και κάποτε ο αρχιεπίσκοπος είχε μια τόσο βίαιη επίθεση από τα πνεύματα, ώστε, όπως διαβάζουμε, μόλις που μπόρεσε να υπερασπίση τον εαυτό του και να ξεφύγη ζωντανός.
Η τελική σκηνή είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από την δική μας οπτική γωνία. Η Jeanne κάλεσε όλους τους ιερείς και της αδελφές που την είχαν βοηθήσει να μαζευτούν γύρω της, και – με την παρουσία της προστάτιδας αγίας της Μαρίας Μαγδαληνής – άρχισε μια τελευταία μάχη με τα πνεύματα. Είχε μια μακριά συζήτηση μαζί τους  η  ί δ ι α. (Αυτή είναι η μόνη περίπτωση που έχω συναντήσει ως τώρα, όπου ο πάσχων παίρνει ο ίδιος μέρος στην συζήτηση. Τέτοιες συζητήσεις συναντώνται συχνά στα βιβλία, αλλά είναι συνήθως ο εξορκιστής που μιλάει στα πνεύματα). Κατά την διάρκεια αυτής της συζήτησης – η οποία δυστυχώς δεν καταγράφεται με λεπτομέρειες – ξεφώνισε με αγωνία μερικές φορές, λέγοντας πως τα πνεύματα την βασάνιζαν ανυπόφορα, και επίσης ζήτησε την βοήθεια όλων όσοι ήταν παρόντες. Αυτοί προσεύχονταν γι’ αυτήν ασταμάτητα, και στο τέλος, αν και ήταν εντελώς εξαντλημένη, βγήκε από την μάχη, όπως λένε, θεραπευμένη και νικήτρια. Λίγο καιρό αργότερα της εμφανίσθηκε για μια ακόμη φορά η Μαρία Μαγδαληνή, και την διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπήρχε επιστροφή των πνευμάτων.
Ίσως ο αναγνώστης ένοιωσε έκπληξη ερχόμενος σε επαφή με ένα τόσο εξωπραγματικό υλικό σε ένα σύγγραμμα που ισχυρίζεται ότι ασχολείται με την καθημερινή μας επαφή με τον animus. Αλλά οι άνθρωποι του 16ου αιώνα είχαν ακόμη μια απλοϊκή στάση απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα, πράγμα που τους έδινε την δυνατότητα να περιγράφουν τις εμπειρίες τους με πολύ πιο γραφικό και απλό τρόπο από ότι θα μπορούσαν ποτέ να επιτρέψουν οι δικές μας λογικές προκαταλήψεις. Αυτή είναι οπωσδήποτε μια ακραία περίπτωση – οριακή, όπως θα την ονομάζαμε σήμερα, – και επί πλέον περιγράφεται από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία από αυτήν της σύγχρονης ψυχολογίας. Αλλά  τ α  κ ύ ρ ι α  σ τ ο ι χ ε ί α  π ο υ  α φ ο ρ ο ύ ν  τ η ν     φ ύ σ η τ ο υ  a n i m u s  σ υ μ φ ω ν ο ύ ν  σ ε  ό λ α  τ α  ο υ σ ι ώ δ η  σ η μ ε ί α  μ ε  τ α  σ τ ο ι χ ε ί α,  ό π ω ς  τ α  σ υ ν α ν τ ά μ ε  σ τ η ν  Γ ι ο υ γ κ ι α ν ή    ψ υ χ ο λ ο γ ί α  σ ή μ ε ρ α.   
Επειδή σε αυτό το υλικό αναφέρονται πολλά πράγματα που συνορεύουν με το ονομαζόμενο υπερφυσικό στοιχείο, θα ήθελα να αναφέρω ένα μικρό χωρίο από το βιβλίο «Ψυχολογία και Θρησκεία»,(Σημ.: Yale University Press, 1938 «Άπαντα, τόμος 11) όπου ο Jung δηλώνει καθαρά την άποψη της ψυχολογίας του απέναντι σε τέτοιου είδους υλικό. Λέει:
«Αυτή η άποψη είναι αποκλειστικά φαινομενολογική, δηλαδή αφορά περιστάσεις, συμβάντα, εμπειρίες, με μια λέξη γεγονότα. Η αλήθεια αυτής της άποψης είναι ένα γεγονός, και όχι μια κρίση. Μιλώντας, για παράδειγμα, για το μοτίβο της παρθενικής γέννησης, η ψυχολογία ενδιαφέρεται μόνο για το γεγονός ότι υπάρχει μια τέτοια ιδέα, αλλά δεν την απασχολεί το ερώτημα εάν μια τέτοια ιδέα είναι αληθινή ή ψεύτική με οποιαδήποτε άλλη έννοια. Είναι αληθινή από ψυχολογική πλευρά στον βαθμό που υπάρχει. Η ψυχολογική ύπαρξη είναι υποκειμενική, στον βαθμό που μια ιδέα εμφανίζεται σε ένα μόνο άτομο. Αλλά γίνεται αντικειμενική στον βαθμό που καθιερώνεται από μια κοινωνία – από ένα  c o n s e n s u s  g e n t i u m (διανθρώπινη συμφωνία).»
Δεν υπάρχει αμφιβολία από τον αριθμό των μαρτύρων, με την παρουσία των οποίων υπογράφηκε αυτό το έγγραφο, ότι η αναφορά έχει την σφραγίδα της καθιέρωσης και της διανθρώπινης συμφωνίας. Επί πλέον, αυτή είναι μόνο μία από τις εκατοντάδες, ή ακόμη και χιλιάδες παρόμοιες αναφορές. Επομένως, εδώ μας ενδιαφέρει το γεγονός ότι η «κοινή γνώμη» ήταν πεπεισμένη για την πραγματικότητα αυτών των φαινομένων, και όχι το ερώτημα εάν τα υπερφυσικά γεγονότα σε αυτήν την υπόθεση συνέβησαν ή όχι.
Μου φαίνεται πως οι εμπειρίες της Jeanne με τα πνεύματά της μας δίνουν μια ασυνήθιστα σαφή εικόνα του πώς ο animus μπορεί να κυριεύση μια γυναίκα και να την τυλίξη, απομακρύνοντάς την από τον κόσμο, μέσα σε ένα κουκούλι από φανταστικές ιδέες και γνώμες. Αλλά, επειδή αντιπροσωπεύει τον ασυνείδητο νου της, μπορεί να την κάνη πολύ έξυπνη, ακόμη και πνευματώδη, έτσι ώστε να μπορή να  ε ν τ υ π ω σ ι ά ζ η  το περιβάλλον της, παρόλο που δεν μπορεί να  σ χ ε τ ι σ θ ή  με αυτό. Κανένας δεν είχε προσέξει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την Jeanne, μέχρι που το σημάδι με τον άγιο Άρτο την έρριξε σε μια βίαιη σύγκρουση. Είναι πολύ δύσκολο σε εμάς να καταλάβουμε τον βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση κατοχής, και ότι ένα κορίτσι σαν την Jeanne θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγη της προσοχή μας, επειδή δεν θα φαινόταν πολύ διαφορετική από πολλές άλλες γυναίκες!
Φυσικά, μόλις η κατοχή έχει μια επίδραση στο περιβάλλον που ξεπερνάει έναν ορισμένο βαθμό, όπως έγινε με τον Χίτλερ, για παράδειγμα, είναι φανερό σε όλους ποιος στέκεται έξω από τον μαγεμένο κύκλο. Όπως λέει ο Jung στο βιβλίο: «Wotan»:)(Σημ.: «Άρθρα επάνω σε σύγχρονα γεγονότα» (Kegan Paul, 1947, σ. 8. Tο «Wotan» τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1936). «Ένας άνθρωπος, που προφανώς βρίσκεται σε κατάσταση “κατοχής”, έχει μολύνει ολόκληρο τον λαό σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλα έχουν τεθεί σε κίνηση και έχουν αρχίσει να κυλούν, και έτσι αναπόφευκτα ξεκινάει μια επικίνδυνη πορεία». Αυτά τα λόγια γράφτηκαν το 1936, και επιβεβαιώθηκαν με το παραπάνω από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Αλλά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να συμβή «σε μια πολιτισμένη χώρα, που υποτίθεται ότι είχε βγή εδώ και πολύ καιρό από τον Μεσαίωνα» (Αυτόθι, σ. 2) είναι ένα σύμπτωμα της σύγχρονης διανοητικής μας κατάστασης, πράγμα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Το να μεταφέρουμε την κατηγορία «στην άλλη όχθη του ποταμού» είναι κάτι παραπάνω από ανώφελο, επειδή με  μια τέτοια διαδικασία θα χάναμε κάθε ευκαιρία να κάνουμε κάτι σχετικά με αυτό οι ίδιοι, ενθαρρύνοντας το όλο πρόβλημα να παραμείνη σε κατάσταση προβολής.
Πολλές γυναίκες θα μπορούσαν να βρουν παράλληλα στοιχεία με την παιδική εμπειρία τηςJeanne με τα πνεύματα, εάν κοίταζαν πίσω προσεκτικά στην παιδική τους ηλικία. Και σήμερα μερικά παιδιά διαφεύγουν – όταν ο εξωτερικός κόσμος μας φαίνεται κρύος και ασυμπάθιστος – σε έναν φανταστικό κόσμο, που έχει για κατοίκους τα αντίστοιχα με τα πνεύματα της Jeanne. Αυτό φαίνεται πολλές φορές αθώο, και ακόμη μπορεί να φέρη έναν θαυμάσιο καρπό στα μεταγενέστερα χρόνια, εάν αυτός ο εσωτερικός κόσμος μπη στα πλαίσια μιας σκληρής δημιουργικής εργασίας, όπως έγινε στην περίπτωση των αδελφών Brontë. Αλλά όταν παραμένουμε για πολύ βυθισμένοι σε αυτόν, ή τον χρησιμοποιούμε απλώς σαν μια διαφυγή από τα πλήγματα και τις απογοητεύσεις της εξωτερικής ζωής, αποκόβει τους ανθρώπους – ήδη από την παιδική τους ηλικία – από την σχέση με το περιβάλλον τους, και προσελκύει έναν αρνητικόanimus, όμοιο με τα πνεύματα της Jeanne, όσο εξωπραγματική και αν φαίνεται αυτή η γλώσσα στον τωρινό μας λογικό τρόπο σκέψης. Ίσως προσεγγίσουμε περισσότερο στην κατανόησή του, αν θυμηθούμε ότι ο animus είναι ο  α σ υ ν ε ί δ η τ ο ς  ν ο υ ς  μας, και ότι πολλές φορές οι τρόποι με τους οποίος εκδηλώνεται είναι σκέψεις ή γνώμες. Εκδικητικές σκέψεις, το συναίσθημα ότι μας παρεξηγούν ή μας υποτιμούν, σκέψεις ζήλειας, το «περίμενε να μου δοθή μια ευκαιρία και θα τους δείξω», όλες αυτές οι στάσεις είναι εκδηλώσεις της αρνητικής πλευράς του ασυνείδητου νου μας, ο οποίος καραδοκεί έτοιμος να μας επιτεθή σήμερα, με τον ίδιο τρόπο που το έκανε την εποχή τηςJeanne Fery.
H Jeanne, είναι αλήθεια, προφανώς είχε ασυνήθιστα λίγες ρίζες στον εξωτερικό κόσμο. Το αρνητικό πατρικό της σύμπλεγμα δεν φαίνεται να αντισταθμιζόταν από την μητέρα της, επειδή το μόνο που μαθαίνουμε για την τελευταία είναι ότι γρήγορα την έστειλε μακριά σε μεγάλη απόσταση. Επί πλέον, είναι φανερό ότι δεν ενδιαφέρθηκε να δη κατά πόσο φροντίζουν το κορίτσι, επειδή η Jeanneμας λέει ότι είχε αφεθή σχεδόν εντελώς μόνη της ενώ ζούσε με τον ράφτη.
Από την αρχή κιόλας έχουμε έναν υπαινιγμό όσον αφορά το γιατί ο animus της Jeanne έγινε τόσο ολοκληρωτικά διαβολικός. Δέχθηκε την προσφορά του νεαρού να γίνη ο πατέρας της, επειδή της έδωσε άσπρο ψωμί και μήλα. (Υπάρχουν πολλές αναφορές στην τροφή μέσα στην διήγησή της, έτσι είναι φανερό ότι ήταν ιδιαίτερα λαίμαργη, πράγμα που δεν είναι παράξενο αν σκεφθούμε πόσο λίγη αγάπη φαίνεται να πήρε σαν παιδί). Σε μια συζήτηση κάποτε στην Ascona, ο καθηγητής Jung παρατήρησε ότι ο animus από μόνος του δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, αλλά είναι μια εντελώς δυαδική μορφή. Γίνεται καταχθόνιος μόνο όταν αγκιστρώνεται σε εγωϊστικές απαιτήσεις μέσα στον άνθρωπο. Επομένως ήταν αρχικά η λαιμαργία της Jeanne, και έπειτα η επιθυμία της να είναι πνευματώδης και έξυπνη, να  θ α μ π ώ ν η  τους άλλους με τα χαρίσματά της, που έφεραν την κρυστάλλωση της καταχθόνιας πλευράς του animus της. Η δεύτερη μορφή την κατέλαβε επειδή δεν ήθελε να υποφέρη, την δωροδοκούσε για να τον αποδεχθή με το να την εμποδίζη να αισθάνεται τα χτυπήματα όταν την έδερναν.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτές οι παιδικές της ελλείψεις δεν θα την είχαν δέσει εάν δεν επικυρώνονταν όταν μεγάλωσε. Όπως προσπάθησα να δείξω στο σύγγραμμά μου με τον τίτλο «Το πρόβλημα των γυναικείων αγρών στον Αμπελώνα του Κακού» (Guild LectureNo 51.), έρχονται περιοδικά στιγμές οπότε έχουμε την ευκαιρία να αλλάξουμε την πορεία μας, να δούμε τί κάνει ο animus. Αυτή η επικύρωση θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει μια τέτοια στιγμή: Η Jeanne προφανώς ήξερε ήδη τότε ότι έκανε κάτι κακό, επειδή μαθαίνουμε πως αντιστάθηκε για λίγο χρονικό διάστημα. Αλλά η παλιά της λαιμαργία και η απροθυμία της να υπομείνη τον πόνο υπερίσχυσαν, και έτσι συγκατατέθηκε σε όλα. Έχει ενδιαφέρον το ότι αυτό ακολουθήθηκε άμεσα από την εμφάνιση ενός πλήθους πνευμάτων («το όνομά του είναι λεγεών»). Με άλλα λόγια: είχε επικυρώσει την συμφωνία της και είχε προσφέρει πάλι εγωιστικές αγκιστρώσεις, και έτσι έβαλε την σφραγίδα για την συνέχιση της καταχθόνιας λειτουργίας του animusτης.
Σε μικρότερο βαθμό, μπορούμε να παρατηρήσουμε την ίδια διαδικασία στον εαυτό μας, κάθε φορά που υποχωρούμε σε μια γνώμη του animus, γιατί αμέσως ακολουθείται από μια αλυσίδα από άλλες γνώμες. Για να επιστρέψουμε για μια στιγμή στο προηγούμενο παράδειγμά μας του να διαθέσουμε μια ώρα με τον ψυχαναλυτή στις γνώμες του animus: Εάν δεν συγκεντρωθούμε και δεν δούμε τί έχουμε κάνει, μια ολόκληρη αλυσίδα από αντιστάσεις και γνώμες (ένα πλήθος από πνεύματα) θα ακολουθήσουν αυτόματα και – όπως είδαμε – θα ταυτισθούμε την ίδια στιγμή με την ζωώδη σκιά μας, δηλαδή θα έρθουμε σε κατάσταση τέλειας ασυνειδητότητας και κατοχής από τον animus, όπως η ίδια η Jeanne.
Είναι διαφωτιστικό ότι η Jeanne, για να διατηρήση την πνευματώδη γλώσσα της, έπρεπε να δώση την μνήμη, την λογική και την θέλησή της, σαν κατοικία το κάθε ένα ενός διαφορετικού πνεύματος. Οποιοσδήποτε αναγνώστης που έχει κάποια πρακτική εμπειρία στο πεδίο της ψυχανάλυσης, όποια και αν είναι αυτή, θα αναγνωρίση αυτόν τον μηχανισμό. Σε μερικές περιπτώσεις, φαίνεται πραγματικά σαν να διαστρέφεται ότι λέγεται,  π ρ ι ν φθάσει στην συνείδηση του ασθενούς. Αυτός ο μηχανισμός φαίνεται ιδιαίτερα καθαρά όσον αφορά την μνήμη. Πολλές φορές κανείς έχει την αίσθηση ότι κάποιος μικρός δαίμονας βρίσκεται συνεχώς σε δουλειά, παίρνοντας ό,τι είναι σπουδαίο και αντικαθιστώντας το με άσχετες και ανόητες γνώμες. Η γλώσσα εκείνου του καιρού μου φαίνεται ιδιαίτερα ταιριαστή με αυτήν την άποψη.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η απληστία της Jeanneείναι συγχρόνως και η πτώση της, και το πρώτο βήμα για την θεραπεία της. Αρχίζει να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να έχη και τον Χριστό  α κ ρ ι β ώ ς  ό π ω ς  τους άλλους θεούς της, και ζητάει γι’ αυτό ένα σημάδι. Το σημάδι όμως, επειδή έρχεται από το αντίθετο άκρο, την ρίχνει σε μια ανυπόφορη σύγκρουση, με όλα όσα είχε προσπαθήσει να αποφύγη. Τα πνεύματα τότε συμπεριφέρονται με ένα τρόπο που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός για τον animus: εγκαταλείπουν ότι είχαν πει πριν και την κατηγορούν ότι αρνήθηκε τον αληθινό θεό. Εδώ βλέπουμε πόσο έξυπνα ο animus μπορεί να γυρίση τα πράγματα εάν αυτό τον βολεύει, και πώς μπορεί να μειώση μια γυναίκα σε μια απελπιστική κατάσταση κατωτερότητας. Μια τέτοια ανεύθυνη κατηγορία της γυναίκας για ο,τιδήποτε συμβαίνει – ιδιαίτερα για ότι έχει κάνει ο ίδιος – είναι πραγματικά το διακριτικό γνώρισμα του animusστην αρνητική του όψη.
Μου φαίνεται πως το περισσότερο διαφωτιστικό, και οπωσδήποτε το πιο ενθαρρυντικό γεγονός στην όλη υπόθεση είναι η μεσολάβηση της Μαρίας της Μαγδαληνής (Σημ.: Μια λεπτομέρεια, που έχει παραληφθή από τον Görres). Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, δηλαδή, ότι την στιγμή ακριβώς που ηJeanne έπεσε στα πόδια του Αρχιεπισκόπου, η Μαρία Μαγδαληνή εμφανίσθηκε για πρώτη φορά σε όραμα, γεγονός που μας θυμίζει την Μαρία την ίδια που πλένει τα πόδια του Χριστού με τα δάκρυά της και τα αλείφει με το πολύτιμο μύρο (Λουκάς 7,38). Αυτό μας δείχνει ότι ήταν η μεταβίβαση που έκανε ηJeanne στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου που για πρώτη φορά απελευθέρωσε θετικές και θεραπευτικές δυνάμεις μέσα στην ψυχή της.
Ένα άλλο σημείο που παραλείπει ο Görres, το οποίο επίσης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα μας, είναι ότι η αυτοβιογραφική διήγηση της Jeanneλέγεται ότι υπαγορεύθηκε από την Μαρία Μαγδαληνή την μεγάλη αμαρτωλή, και αυτήν που «πολύ ηγάπησε», και ότι γράφτηκε όλη «μονορούφι», (αυτό που θα λέγαμε αυτόματη γραφή),. Η Jeanne πρέπει να φθάση στην τέλεια απόγνωση, να δη τον εαυτό της σαν τον Ιούδα Ισκαριώτη, και να προσπαθήση να βγάλη την λογική συνέπεια  π ρ ι ν  αυτή η μορφή κρυσταλλωθή. Σε ψυχολογική γλώσσα, αυτή η μορφή θα ήταν ένα σύμβολο του Ταυτού. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει κάποια σκιά στο υλικό μας: η Jeanne ζούσε, για να το πούμε έτσι, στο επίπεδο της σκιάς η ίδια, έτσι, όπως και έχη το πράγμα, ήταν οι καλύτερες ιδιότητές της που καταπιέζονταν. Επί πλέον, στα πρώτα στάδια μιας ψυχανάλυσης, για παράδειγμα, οι μορφές της σκιάς και του Ταυτού συχνά εμφανίζονται σε μια μορφή.
Η Μαρία Μαγδαληνή ταιριάζει σε αυτόν τον ρόλο τέλια. Κατ’ αρχήν αντιπροσωπεύει αυτήν που αμάρτησε και μετανόησε, ή, σε ψυχολογική γλώσσα, αποδέχθηκε την ευθύνη για την σκοτεινή πλευρά της. Επομένως η επέμβασή της δείχνει ότι η Jeanneδεν μπορεί να βρη κάποια εύκολη διέξοδο: πρέπει να δη τί έχει κάνει και να αποδεχθή τις συνέπειες. Έπειτα, η Μαρία Μαγδαληνή, σαν αυτή που «αγάπησε πολύ», αντιπροσωπεύει τον καλύτερο τρόπο άμυνας της γυναίκας απέναντι στον κίνδυνο κατοχής από τον animus,  που είναι: να παίρνη την καρδιά της σαν οδηγητική αρχή, να ακούη το αληθινό της αίσθημα αντί να έχη διάφορες γνώμες σχετικά με το πώς θα έπρεπε να αισθάνεται. (Φυσικά, οι διάφοροι ψυχολογικοί τύποι παίζουν έναν ορισμένο ρόλο εδώ, αλλά δεν έχουμε χώρο να μπούμε σε αυτό το θέμα).
Με αυτήν την επέμβαση της Μαρίας της Μαγδαληνής, η Jeanne δεν μπορεί πια να λειτουργή κάτω από αυταπάτες. Η προσέγγιση σε κάθε εικόνα του Ταυτού πάντοτε σχίζει το πέπλο της υποκρισίας και της ψευδαίσθησης, και μας φέρνει αντιμέτωπους με αυτό που είμαστε πραγματικά. Σαν καθολική καλόγρια που έζησε πριν από 400 χρόνια περίπου, ηJeanne βρισκόταν φυσικά σε πολύ διαφορετική θέση σε αυτό το σημείο από ότι υποτίθεται πως είμαστε εμείς σήμερα. Η λύση του εξορκισμού, της εκδίωξης ενός από τα αντίθετα στοιχεία για να προσκολληθή ολοκληρωτικά στο άλλο, φυσικά μας φαίνεται πολύ λίγο ικανοποιητική. Αλλά εκείνη την εποχή ήταν πιθανόν η μόνη λύση, και ακόμη και σήμερα υπάρχουν μερικές περιπτώσεις που οι άνθρωποι φαίνεται να κατέχωνται από εχθρικά πνεύματα που ανήκουν στο συλλογικό ασυνείδητο, ή από κάτι με το οποίο τους είναι αδύνατον να αποκαταστήσουν κάποιο είδος σχέσης. Έχω ακούσει τον καθηγητήJung να λέη πολλές φορές ότι η μόνη λύση είναι να βοηθήσουμε τον ασθενή να κλείση μια ορισμένη πλευρά του animus έξω από την ψυχή του.
Η τακτική του εξορκισμού, πράγματι δεν είναι καθόλου σε αχρηστία στον χώρο της Εκκλησίας, όπως θα πίστευε ίσως κάποιος. Το έργο των Καπουτσίνων μοναχών, για παράδειγμα, σε αυτήν την κατεύθυνση είναι πολύ γνωστό, τουλάχιστον στην Ελβετία, και έχει εκτιμηθή πολύ. Παραδέχομαι πάντως ότι έμαθα με ευχάριστη έκπληξη από την βιογραφία του ότι ο αποθανόν πλέον Nugent Micks, επίσκοπος του Lincoln και προηγουμένως εφημέριος στο Brighton, είχε κάνει εξορκισμούς αρκετές φορές. Χωρίς αμφιβολία είχε πάρει την υπόθεση της κατάληψης από δαίμονες εξαιρετικά σοβαρά, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πήρε συμβουλές από ειδικούς όσον αφορά το πρόβλημα του τί να κάνη με τα πνεύματα μετά την εκδίωξή τους. (Σημ.: «Επίσκοπος και φίλος», του Maurice Headlam(Macdonald & Co., 1945), σ.σ. 78 κ.ε. Ο επίσκοπος γεννήθηκε το 1872 και πέθανε το 1942). Αυτό το ίδιο πρόβλημα εμφανίζεται επανειλημμένα στην μεσαιωνική λογοτεχνία επάνω στο θέμα.
Η μεταβίβαση της Jeanne στον αρχιεπίσκοπο χωρίς αμφιβολία έπαιξε τον κύριο ρόλο στην ανάρρωσή της. Είναι ενδιαφέρον ότι η θετική πλευρά τουanimus εμφανίσθηκε μόνο σε προβολή. Δεν υπάρχει αναφορά, τουλάχιστον στον Görres, του Χριστού ή κάποιου άνδρα αγίου. Ο αρχιεπίσκοπος ήταν σχεδόν στην ίδια θέση με έναν σύγχρονο ψυχαναλυτή, αλλά φυσικά αυτός αντιμετώπισε το πρόβλημα μέσα στα σύγχρονά του εκκλησιαστικά πλαίσια, και επομένως με έναν  ε ν τ ε λ ώ ς  διαφορετικό τρόπο. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι τα πνεύματά της του επιτέθηκαν, τόσο ώστε μετά βίας μπόρεσε να υπερασπισθή τον εαυτό του, ένα γεγονός που φοβούνται πολύ στον εξορκισμό. (Σημ.: Οι τεράστιες θυσίες που απαιτήθηκαν από τον αρχιεπίσκοπο μου έγιναν γνωστές μόνο ύστερα από την μελέτη του πρωτότυπου εγγράφου). Υπάρχουν οπωσδήποτε παράλληλες περιπτώσεις σήμερα, αλλά θα ήθελα να αφήσω αυτό το σημείο στην μεγαλύτερη εμπειρία των ανδρών ψυχαναλυτών.
Το γεγονός ότι η Jeanne πήρε έναν τέτοιο ενεργό ρόλο στην τελική σκηνή της απελευθέρωσης, συμφωνεί ακριβώς με την σύγχρονη εμπειρία. Δεν μπορεί να γίνη τίποτε εάν δεν υπάρχει η θέληση για θεραπεία, εάν ο ίδιος ο ασθενής δεν πάρη ένα ενεργό μέρος. Επί πλέον, το γεγονός ότι η Jeanneείχε τώρα τέτοιες σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω της ώστε να μπορή να ζητάη την βοήθειά τους, δείχνει πόσο πολύ είχε απομακρυνθή από το πνευματώδες, έξυπνο κορίτσι, που προφανώς επιθυμούσε μόνο να εντυπωσιάζη το περιβάλλον της. Έχει τώρα σχετισθή αρκετά με τους ανθρώπους που την περιβάλλουν ώστε να εκθέτη μπροστά τους τον εαυτό της μέσα στην αδυναμία του, και έχει κερδίσει αρκετή ταπείνωση, ώστε να γνωρίζη ότι οι άνθρωποι που περιφρονούσε και ήθελε να ξεπεράση, είναι στην πραγματικότητα σε θέση να την βοηθήσουν.
Το ότι είναι η Μαρία η Μαγδαληνή που εμφανίζεται και λέει στην Jeanne ότι τελικά έχει απελευθερωθή, συμφωνεί πάλι με την δική μας εμπειρία, σύμφωνα με την οποία μόνο με την βοήθεια του animusμπορούμε να ελευθερωθούμε από τον animus στην πλευρά του που επιβάλλει την κατοχή. Το Ταυτό, όπως είναι γνωστό, αντιπροσωπεύει μια μοναδική ατομική εμπειρία, αλλά συγχρόνως, έχει και μια συλλογική πλευρά, στον βαθμό που φθάνει πέρα από την κατανόηση ή την εμπειρία καθενός ατόμου. (Σημ. Βλέπε: «Ψυχολογία και Αλχημεία», σ.σ. 253, 301. Άπαντα, τόμος 12, σ.σ. 72 κ.ε. και 210 κ.ε.). Οanimus, από την άλλη μεριά, παρόλο που μπορεί να αντιπροσωπεύει την  α ρ χ ή  της εξατομίκευσης, χαρακτηρίζεται από μια καθαρά συλλογική οπτική γωνία. Ο Jung παρατηρούσε συχνά ότι ο animusσκέφτεται για λογαριασμό των 11.000 παρθένων! Μπορούμε να το δούμε αυτό στο υλικό μας όταν λέει στην Jeanne – τότε που αυτή υπογράφει το πρώτο της συμβόλαιο μαζί του – ότι  ό λ ο ι  ζουν με τον δικό του τρόπο, παρ’ όλο που δεν το λένε.
Όπως κάθε υλικό που προέρχεται από το παρελθόν, η ιστορία της Jeanne έχει κυρίως συγκριτική αξία. Ένα τέτοιο υλικό μας δείχνει πώς εκείνη η εποχή αντιμετώπιζε τα αιώνια γεγονότα, που εμφανίζονται σε κάθε χρονική περίοδο με καινούργια ρούχα, Ίσως η πιο χτυπητή διαφορά είναι η στάση απέναντι στα αντίθετα στοιχεία που υπάρχουν μέσα μας. Ένας Γιουγκιανός ψυχαναλυτής, πιθανόν θα έβλεπε κάποια αξία σε αυτό το τελευταίο πνεύμα, θα αναγνώριζε την διπλή του φύση, και θα γνώριζε πώς να βοηθήση την κοπέλλα να μεταμορφώση αυτό το πνεύμα σε μια λειτουργία μεταξύ του συνειδητού και του ασυνειδήτου, όπου – όπως λέει ο Jung – οanimus και η anima βρίσκονται στην σωστή τους θέση. Αλλά εκείνο τον καιρό η σχετικότητα του καλού και του κακού δεν είχε ακόμη καθόλου αναγνωρισθή.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου