Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Απέπνεε φως, ταπεινότητα, αρχοντιά



Μια ιστορική φωτογραφία, επίσης ανέκδοτη και πάντοτε από την Τασία Βουτυροπούλου: ο Παναγιώτης Τέτσης στέκεται μπροστά στο τελευταίο έργο που ζωγράφισε, πέρυσι την άνοιξη, στο ατελιέ του Κολωνακίου. Αργότερα η υγεία του εξασθένησε και δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά στο καβαλέτο.
Μια ιστορική φωτογραφία, επίσης ανέκδοτη και πάντοτε από την Τασία Βουτυροπούλου: ο Παναγιώτης Τέτσης στέκεται μπροστά στο τελευταίο έργο που ζωγράφισε, πέρυσι την άνοιξη, στο ατελιέ του Κολωνακίου. Αργότερα η υγεία του εξασθένησε και δεν μπορούσε να σταθεί μπροστά στο καβαλέτο.

Λίγες ημέρες μετά την ανάπαυση του δασκάλου στην αγκαλιά της Υδρας, η αγαπημένη του φίλη Λίλα Μαραγκού, ο μαθητής του Θέμης Κοντογούρης και η κεραμίστα Ελένη Βερναρδάκη μιλούν για τον Παναγιώτη Τέτση με λόγια καρδιάς. Σκιαγραφούν τη φωτεινή του προσωπικότητα, την ανυπόκριτη ταπεινότητά του, την αγάπη του για τη διδασκαλία, την αρχοντιά του χαρακτήρα του. Με την απώλειά του, κλείνει μια ολόκληρη εποχή που ξεκίνησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια πλειάδα σπουδαίων καλλιτεχνών που ύμνησαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο, την Ελλάδα, τη φύση και τις αξίες της πνευματικής της παράδοσης.
Λίλα Μαραγκού
Η ζωγραφική του ήταν η βουβή ποίηση
«“Να αφήνεις ένα φως ανοιχτό! Να ξέρω ότι είσαι εδώ”, μου έλεγε ο Παναγιώτης Τέτσης. Για χρόνια ολόκληρα μέναμε σε αντικριστά διαμερίσματα στο Κολωνάκι. Ψωνίζαμε μαζί από τη λαϊκή αγορά. Κάθε τόσο μου έφερνε πεσκέσια για να τα μαγειρέψω. Ως και μύρτιλα μου είχε δώσει για να τα κάνω τάρτα. Ποιος να πιστέψει τώρα ότι εκείνος έσβησε το δικό του “φως”; Οτι δεν είναι πια εδώ; Θα μου πάρει πολύ καιρό να συνειδητοποιήσω ότι δεν θα τον βλέπω πια. Ηταν τόσο ακτινοβόλα η παρουσία του». Η αρχαιολόγος Λίλα Μαραγκού ήταν η αγαπημένη γειτόνισσα: «Οταν γνωριστήκαμε με φώναζε “Ο σίφουνας της Αμοργού” λόγω της καταγωγής αλλά και της δουλειάς μου, μετά “Ο σίφουνας της Ξενοκράτους”». Συνεχίζει: «Στην κηδεία του εκτός από τους επισήμους να ξέρετε ότι ήρθε πολύς απλός κόσμος, από τον χασάπη και τον μανάβη μέχρι τον λουλουδά και τον υδραυλικό. Ανθρωποι από την Υδρα, την πατρίδα του αλλά και από τη Σίφνο όπου παραθέριζε χρόνια. Γιατί όλους τους αγαπούσε και τους είχε έγνοια.
Ο Τέτσης ήταν προσηνής, απλός, γενναιόδωρος. Δεν ήταν τυχαίο έργο η λαϊκή αγορά. Αν δεν αγαπάς τον πλησίον σου δεν μπορείς να ζωγραφίζεις θέματα ταπεινά και να τους δίνεις τέτοιο μεγαλείο. Ο Τέτσης δεν ήταν μονάχα ζωγράφος. Εγραφε με τρόπο εξαιρετικό. Η ζωγραφική του ήταν η βουβή ποίηση και ο λόγος του ήταν η ζωντανή ζωγραφική» λέει στην «Κ».
Ελένη Βερναρδάκη
Πενήντα πέντε χρόνια γνωριμίας
«Τον Παναγιώτη Τέτση», θυμάται η Ελένη Βερναρδάκη, «τον γνώρισα το 1960 στην ομάδα Τέχνης Α΄. Αν και με τον Μόραλη είχα σταθερή συνεργασία, είχαμε δουλέψει και με τον Τέτση, με αφορμή ένα έργο που είχε κάνει για το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Εκείνος το σχεδίασε και εγώ το πέρασα σε κεραμικές πλάκες. Εκτός από εξαιρετικός καλλιτέχνης και ευπατρίδης, ήταν ένας φοβερά χαριτωμένος άνθρωπος με ζεστασιά και με χιούμορ. Τα καλοκαίρια στην Υδρα κάναμε πολύ παρέα. Αποφασίσαμε μάλιστα μαζί να βοηθήσουμε το νησί να αγοράσει ένα αυτοκίνητο με το οποίο να μεταφέρονται οι νεκροί από το λιμάνι στο νεκροταφείο που βρίσκεται πάνω στο βουνό. Μέχρι τότε οι Υδραίοι τους κουβαλούσαν στην πλάτη. Θυμάμαι πως όταν έφτασε το ειδικό αυτό αυτοκίνητο στο νησί, έκανε πλάκα και μου έλεγε να μπούμε μέσα οι δυο μας για να κάνουμε την πρόβα τζενεράλε».
Θέμης Κοντογούρης
«Για τους μαθητές του, ο Τέτσης ήταν μια φιγούρα πατρική με όλη τη σημασία της λέξης», τονίζει ο δικηγόρος και ζωγράφος Θέμης Κοντογούρης, ο οποίος μαθήτευσε στο πλάι του: «Ηξερε να σέβεται την προσωπικότητά μας και να μας αφήνει χώρο να την αναπτύξουμε. Μας έλεγε όμως πάντα ότι με τη ζωγραφική πρέπει να έχουμε σχέση ερωτική και μάλιστα μονογαμική. Ηταν δοτικός και ήθελε να μεταφέρει τις γνώσεις του σε εκείνους που πραγματικά ενδιαφέρονταν να μάθουν. Μπορούσε να ζωγραφίσει κάτι απλό, ένα σκόρδο ή ένα ρόδι και να του δώσει μια διαφορετική διάσταση. Εκτός από το πάθος του για την τέχνη, μας δίδαξε με τη στάση του και το ιδιαίτερο ήθος που πάντα χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του. Θυμάμαι πως όταν εξελέγη ακαδημαϊκός κάποιοι συνάδελφοί του, του επιτέθηκαν και έριξαν χολή. Τους αγνόησε.
Οταν τον ρώτησα γιατί δεν τους απαντά, είπε: “Η σιωπή είναι ορισμένες φορές η πιο εκκωφαντική απάντηση”. Ηταν άνθρωπος του καθήκοντος. Τον τελευταίο καιρό που πήγαινε στο νοσοκομείο για μεταγγίσεις και ήταν εξασθενημένος προσπαθούσε να μη χάνει και συνεδριάσεις της Ακαδημίας ή του Δ.Σ. του Μουσείου Ακροπόλεως γιατί το αισθανόταν ύψιστο χρέος να παρίσταται».
«Το πιο συγκινητικό πάντως ήταν όταν μαγείρευε σ’ εμάς τους μαθητές του. Ξέρετε τι μεγάλη τιμή είναι να τρως ψωμί ζυμωμένο και φουρνισμένο από τα χέρια του δασκάλου σου; Η πιο γνωστή του συνταγή ήταν βέβαια η σιφνέικη ρεβυθάδα αλλά και το ζυγούρι που σιγόψηνε στον φούρνο. Ηξερε να είναι κοντά μας, αυστηρός εκεί όπου έπρεπε και τρυφερός εκεί όπου έπρεπε, πάντα δίκαιος και σωστός».
Οταν ο Ελληνας αναμετριέται με το εμπόδιο, θυμάται ξανά τις αρετές του
Λίγα δικά του λόγια –πάντα επίκαιρα– από συνεντεύξεις του στην «Κ»:
– Οι Ελληνες συσπειρώνονται έναντι ενός εξωτερικού εχθρού. Τώρα πιστεύετε ότι θα επιδείξουν αλληλεγγύη στη δύσκολη φάση που ζούμε;
– Εχουμε περίεργη ψυχολογία ως λαός. Σε δύσκολες καταστάσεις γίνεται το θαύμα της ομοψυχίας. Από την άλλη, για να συμβεί αυτό πρέπει να μην υπάρχει καμιά άλλη λύση, να είμαστε στο χείλος του γκρεμού, στο όριο. Τώρα, πιστεύω ότι ο καθένας κοιτάζει το δικό του μικροσυμφέρον, το παιδί του που μπορεί να μη βρίσκει δουλειά, το εισόδημά του που συρρικνούται. Δεν μπορεί να δει το δάσος διότι ανησυχεί για το δικό του δένδρο.
– Σε ό,τι αφορά την τέχνη πιστεύετε ότι μπορεί να ξεπηδήσει κάτι καινούργιο μέσα από τη στενωπό που βρισκόμαστε;
– Και βέβαια. Η γενιά του ’30 αποτελείτο από καλλιτέχνες που βίωσαν την Κατοχή αλλά και μετά τη χούντα είχαμε αξιόλογη καλλιτεχνική παραγωγή. Ο Ελληνας, όταν είναι καλοπερασάκιας, πέφτει στη νωθρότητα, η σκέψη του είναι στείρα. Οταν όμως αναμετριέται με το εμπόδιο, θυμάται ξανά τις αρετές του. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι νέοι καλλιτέχνες σήμερα δεν μπορούν να βρουν ούτε μια δουλειά του ποδαριού που θα τους θρέψει. Πώς θα καταφέρουν να δημιουργήσουν; Η ανεργία είναι τεράστιο πρόβλημα.
– Ποιο είναι το αντίδοτο στην εθνική μας θλίψη;
– Δυστυχώς άνθρωποι της ηλικίας μου τείνουν να επαναλαμβάνουν το ρεφρέν της Κατοχής, κάνοντας μια αντιπαραβολή με τη σημερινή κατάσταση. Τότε, το βασικό ερώτημα ήταν ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Οι κίνδυνοι τόσο εκείνη την περίοδο όσο και μετέπειτα στον Εμφύλιο ελλόχευαν παντού. Η επιβίωση ήταν μια καθημερινή μάχη. Συνεπώς το να επιζήσεις ενός βομβαρδισμού, μιας σύλληψης, του λιμού, των αδέσποτων πυρών, ήταν μια νίκη που σου έδινε κουράγιο και μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Αυτό που ζούμε τώρα είναι δύσκολο με την έννοια ότι δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα πότε θα τελειώσουν η ύφεση, η στενότητα, η απαισιοδοξία. Είναι μια δοκιμασία βραδείας καύσεως που μας καταβάλλει ψυχολογικά. Χρειάζεται ο καθένας να το διαχειριστεί προσωπικά και να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις για να μην καμφθεί από το κακό κλίμα.
– Ποιες εικόνες φέρνετε στο μυαλό για να σας φτιάξει η διάθεση;
– Σκέφτομαι το ελληνικό τοπίο που πάντα με γεμίζει με αγαλλίαση και έμπνευση. Προσπαθώ να πηγαίνω στην Υδρα τον χειμώνα που είναι άδειο το νησί, η θάλασσα έχει πανέμορφα χρώματα και οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ήρεμοι. Απουσιάζουν οι κοσμικοί. Οταν μένω στην Αθήνα, συναντώ αγαπημένους φίλους και κάνουμε ωραίες κουβέντες που με γεμίζουν ενέργεια. Για να μπορέσουμε να ανορθωθούμε, να εργαστούμε, να ελπίζουμε πρέπει ο καθένας από εμάς να βρει κάτι να κρατηθεί.
– Υπάρχει διαφορά στη διάθεσή σας όταν ζωγραφίζετε έναν άνθρωπο ή ένα τοπίο;
– Για εμένα δεν υπάρχει καμιά, παρά το ότι το ένα είναι έμψυχο και το άλλο άψυχο. Βέβαια, ακόμα και το άψυχο στη ζωγραφική κατά κάποιο τρόπο γίνεται έμψυχο. Τα τοπία μου είναι περιοχές που τις έχω ζήσει μεγάλο χρονικό διάστημα, σε διαφορετικές φάσεις και καιρικές συνθήκες. Εχουν μπει μέσα μου, είναι στα βιώματά μου.
– Θ’ αντέξει στον χρόνο η ζωγραφική;
– Πολλοί βιάστηκαν να προαναγγείλουν τον θάνατο της ζωγραφικής, όλες αυτές τις δεκαετίες που εγώ ζωγράφιζα ή δίδασκα. Κι όμως αυτή επιβιώνει μέσα από το βλέμμα των καλλιεργημένων και ευαίσθητων ανθρώπων και το δικό μας πείσμα απέναντι σε όλους όσοι θέλουν να επιβάλουν τη δήθεν ανανέωση. Ο,τι και να λένε οι τελευταίοι, δεν παλιώσαμε. Μόνο αν κυνηγάς το εφήμερο, παλιώνεις. Με ανησυχεί αυτή η μανία του καινούργιου.
 http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου