Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Ἡ πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης(Φώτης Κόντογλου)


Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.

Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.

Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.

Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.


Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.

Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.

Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἐπίασε νὰ φυσᾷ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἡ ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέση, πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὥς που φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τί, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τ᾿ ἀνθρώπου.

 Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσά σε δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια (ἐπαγγέλματα) πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σε κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σε σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ᾿ οἱ ἄνθρωποι περπατούσανε ἀπάνω σε δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομάτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!

Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπ᾿ τὰ πάθια, ἀπ᾿ τὰ βιβλία κι᾿ ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. Ὁ σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοπούζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ᾿ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορῶνα βασιλική. Δὲ διάταξε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη, φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια.

Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὡς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.

Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρῃ, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ᾿ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ᾿ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.

Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.

Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενιτσάροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι᾿ ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι᾿ ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν᾿ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον.

Ἐξὸν ἀπ᾿ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι᾿ ἀλλὰ πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίξανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι᾿ ἀπὸ σαΐτες.

Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, π᾿ ἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπ᾿ τὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι᾿ ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἑλέπολι. Ἀπ᾿ ὄξω κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι᾿ ἁπάν᾿ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ᾿ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι᾿ ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι᾿ ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἁπάν· ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίξανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι᾿ ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὠρκίσθηκε πὼς κ᾿ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.

Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ᾿ ἄγριο τ᾿ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ᾿ ἀπ᾿ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὡς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ᾿ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῆ τ᾿ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ᾿ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι᾿ ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι᾿ ὁ ἄλλος στ᾿ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλοπόρτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Ἀεονάρδος Ἀαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι᾿ ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ᾿ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὡς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι᾿ ἄλλοι πολεμάρχοι σ᾿ ἄλλες μεριές.

Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν᾿ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;

Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ᾿ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πῶς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθύς τα καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ᾿ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ᾿ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὡς καὶ τὰ ξύλα τ᾿ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι᾿ ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίξανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σε σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ᾿ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάξανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ᾿ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι σύντροφοί του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι᾿ ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ᾿ τὰ κοντάρια κι᾿ ἀπ᾿ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἀλλὰ πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῆ καὶ κύτταζε ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναξε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πῶς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τάλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι᾿ ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτη στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πρᾶγμα ἀπίστευτο.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ σουλτάνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι᾿ ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε: «Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κ ἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τ᾿ ἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. «Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.

Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε ὁ σουλτάνος τὰ καράβια τοῦ μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς ὁ Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἁρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἁπάν᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ᾿ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μιὰν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ᾿ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.

Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτάνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιὰ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πῶς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριᾶ, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι᾿ ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ. «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ᾿ ἐμόν ἐστι, οὔτ᾿ ἄλλων τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
 http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Τό ποῦ στηρίζεται τό σχολεῖο καί γενικά ἡ Παιδεία στήν Ἑλλάδα τό καθορίζει τό Ἑλληνικό Σύνταγμα (ἄρθρο 16, παράγρ. 2) καί δέν τό καθορίζει μία ἀθεϊστική «πίστις» σέ μιά ξεπερασμένη ἐπιστημονικά «θεωρία», ἐπειδή συμβαίνει νά τήν πιστεύη ὁ κ. Φίλης. - Θέλει νά τόν ποῦμε, κ. Γορίλλα;


Ἀρχιμ. Δανιήλ Γ. Ἀεράκη, ἱεροκήρυκος
a3Στήν ἐκπομπή «Καλημέρα Ἑλλάδα» τοῦ δημοσιογράφου κ. Γ. Παπαδάκη ὁ ὐπουργός Παιδείας κ. Ν. Φίλης εἶπε στίς 11.5.2016 μεταξύ ἄλλων: «Δέν μποροῦν νά μπαίνουν στά σχολεῖα ἱερωμένοι, πού θά ἀμφισβητοῦν χωρίς ἀντίλογο τή θεωρία τοῦ Δαρβίνου γιά τήν ἐξέλιξη. Ἐκεῖ στηρίζεται τό σχολεῖο. Δέν θά μπαίνει ἕνας ἱερωμένος νά λέει ἄλλα πράγματα».
Τό ποῦ στηρίζεται τό σχολεῖο καί γενικά ἡ Παιδεία στήν Ἑλλάδα τό καθορίζει τό Ἑλληνικό Σύνταγμα (ἄρθρο 16, παράγρ. 2) καί δέν τό καθορίζει μία ἀθεϊστική «πίστις» σέ μιά ξεπερασμένη ἐπιστημονικά «θεωρία», ἐπειδή συμβαίνει νά τήν πιστεύη ὁ κ. Φίλης.
• Ἀντιγράφουμε τό τί λέει τό Σύνταγμα: «Ἡ Παιδεία ἔχει σκοπό τήν ἠθικη, πνευματική, ἐπαγγελματική καί φυσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων, τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης, καί τή διάπλασή τους σέ ἐλεύθερους καί ὑπεύθυνους πολίτες».
• Ἐρωτᾶται: Μπορεῖ ὑπουργός τῆς Παιδείας νά ἀγνοῆ παντελῶς τό σκοπό τῆς Παιδείας, ὅπως καθορίζεται ἀπό τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος; Καί μέ τόν λεγόμενο «πολιτικό ὅρκο» ὑποσχέθηκε, ὅτι θά τηρῆ τό Σύνταγμα καί τούς νόμους τοῦ Κράτους. Ὑπεράνω, λοιπόν, τοῦ Συντάγματος εἶναι μιά «γνώμη» τοῦ ὑπουργοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Παιδεία «στηρίζεται στή θεωρία τοῦ Δαρβίνου»;
• Ὁ κ. Φίλης μπορεῖ νά κρατήση τήν τιμητική γι’ αὐτόν καταγωγή του ἀπό τόν... πίθηκο, ἀλλ’ ὀφείλει νά παραδώση τή θέσι τοῦ ὑπουργοῦ Παιδείας. Δέν έχει τό δικαίωμα νά ὑποβιβάζη τήν Παιδεία στό επίπεδο ἑνός... ζώου, τό ὁποίο φυσικά οὔτε ελευθερία οὔτε συνείδησι διαθέτει.
• Ἄν ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο, σύμφωνα μέ τήν ἐξελικτική θεωρία, τότε ποῦ βρῆκε τή δυνατότητα τῆς «πνευματικῆς ἀγωγῆς», πού ὁρίζει τό Σύνταγμα ὡς σκοπό τῆς Παιδείας; Ἐξελίσσεται κάτι πού ὑπάρχει, ἔστω καί ἐν σπέρματι. Ἔχουμε, λοιπόν, στόν πίθηκο (γορίλλα κ.λπ.) τό παραμικρό δεῖγμα πνευματικῆς δυνατότητας; Πῶς ἐξελίχθηκε κάτι, πού δέν ὑπάρχει κἄν;
• Ἄν ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο (οὐρακοτάγκο κ.λπ.), σύμφωνα μέ τόν κ. Φίλη, τότε ποῦ βρέθηκε στόν ἄνθρωπο ἡ συνείδησις καί ἡ ἐλευθερία, γιά τήν ὁποία μιλάει τό Σύνταγμα; Ἐρωτᾶται: Στή βιολογική παρουσία τῶν ζώων, ὅπως ὁ πίθηκος, ἔχουμε δεῖγμα ξεπεράσματος τῶν ἐνστίκτων, τά ὁποῖα ἄλλωστε ἀποτελοῦν καί τό μονόδρομό τους; Ἔχει συνείδησι ὁ πίθηκος; Ἔχει ἐλευθερία; Ἔχει ὑπευθυνότητα; Μποροῦμε νά καταδικάσουμε ἕνα πίθηκο, γιατί εἶναι... ἀνεπίδεκτος μαθήσεως ἤ γιατί προέβη σέ παραβατικές ἐνέργειες;
• Ἄν ὁ κ. Φίλης δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἀριστερός δημοσιογράφος καί εἶχε στοιχειώδεις ἐπιστημονικές γνώσεις, θά ἤξερε, ὅτι τρεῖς πραγματικότητες ἔχουν ἀναγκάσει τήν ἀληθινή ἐπιστήμη νά ἀπορρίπτη τήθεωρία τῆς ἐξελίξεως τῶν εἰδῶν.
• Ἡ μία πραγματικότητα: Γιατί, ἄν ποτέ λειτούργησε, σταμάτησε ἡ ἐξέλιξις πιθήκων σέ ἀνθρώπους; Γιατί σήμερα νά μήν ἔχουμε ἕνα πίθηκο στό τελευταῖο στάδιο ἀνθρωποποιήσεώς του;
• Ἡ ἄλλη πραγματικότητα: Ὁ ἀπέραντος πνευματικός κόσμος, πού ἐνυπάρχει στόν ἄνθρωπο, πῶς ἐμφανίστηκε; Ἀπό ἀνύπαρκτη πνευματική δυνατότητα, πού χαρακτηρίζει τόν πίθηκο, πῶς ἐξελίχθηκε ὁ πλούσιος καί πολυποίκιλος πνευματικός κόσμος τῶν ἀνθρώπων;
• Ἡ τρίτη πραγματικότητα: Ἡ θεωρία τοῦ Δαρβίνου δέν λύνει τό πρόβλημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἁπλῶς τό μεταθέτει.
Σέ ἕνα σχόλιο βέβαια δέν ἐξαντλεῖται τό θέμα μέ τή θεωρία τοῦ Δαρβίνου, στήν ὁποία «πιστεύει» ὁ κ. Φίλης. Σάν νά λέη: «Πιστεύω ὄχι σέ ἕνα Θεό, ἀλλά σέ ἕνα πίθηκο, πού μέ... δημιούργησε»!
Ἄς καμαρώνη ὁ κ. Φίλης ὡς πρόγονό του κάποιον γορίλλα! Ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ πανσόφου Δημιουργοῦ Θεοῦ.
ΣΧΟΛΙΟ:  Μέ τήν πτώση τού Κομμουνισμού καί τήν εξευτελιστική διάλυση τού σοσιαλισμού καί τής σοσιαλδημοκρατίας πού απεδείχθησαν λογιστικές, γραφειοκρατικές εφαρμογές τής ιστορικιστικής  λογικής τού διαφωτισμού, η οποία ονομάστηκε καί ανάλυση, δίνοντας στήν ανθρωπότητα τήν οργάνωση, η οποία βασίστηκε σέ αρχές μεθοδολογίας καί σέ συστηματικές έννοιες, οι οποίες μέ τήν σειρά τους έδωσαν τό πλαίσιο τής σύγχρονης πειραματικής φυσικής επιστήμης, η οποία μέ τήν σειρά της κατέστη η σύγχρονη επιστήμη τών επιστημών, αντικαθιστώντας όλους τούς τρόπους παραγωγής καί αναπαραγωγής τής ζωής διά τής μεταμορφώσεως τού βίου σέ πείραμα καί τήν ζωή σέ πειραματοζωή  μέ τήν επιβολή τής τεχνολογίας καί τούς ανθρώπους σέ πειραματόζωα, εφόσον δέχθηκαν καί ομολόγησαν τήν καταγωγή τους από τόν πίθηκο, νέες ιδεολογίες φύτρωσαν δίπλα στούς παληούς κλώνους τής γραφειοκρατικής λογιστικής όπως ο πιθηκισμός, ο γαιδουρισμός, ο δαιμονισμός, ο εωσφορισμός κτλ. Ας έχουμε κατά νού όμως ότι όλη αυτή η ιστορία αρνείται τήν εκ τού μηδενός δημιουργία καί δέχεται τήν βάρβαρη πλέον αντίληψη τής αιωνιότητος τής δημιουργίας, τής αιωνίου υπάρξεως τής δημιουργίας.
 Σήμερα η πειραματική ζωή στήν οποία εγκαταλείψαμε τό είναι μας, έχει απαιτήσεις εκ τού μηδενός δημιουργίας, σωματοποιώντας τό αρχέκακο πάθος τής θεοποιήσεως διά τής καταναλώσεως τού καρπού τού καλού καί τού κακού, εκμηδενίζοντας κάθε παραδοσιακό σάν παλαιό.
  Η αρχαία δημιουργία εννοείτο σάν δημιουργία μορφών, η σημερινή δημιουργικότης εννοείται σάν επιστροφή στό άμορφο, όπως ακριβώς μάς παραπέμπει η άμορφη μορφή τού κ. Φίλη. Είναι ένα σύγχρονο, νεωτερικό, ζωντανό έργο τέχνης καί μάς καλεί όλους μας νά τόν μιμηθούμε.
Αμέθυστος 
 http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

- Γ έ ρ ο ν τ α , εύκολα κρίνω και κατακρίνω.


 
- Γ έ ρ ο ν τ α , εύκολα κρίνω και κατακρίνω.
- Η κρίση που έχεις,είναι,φυσικά χάρισμα που σου έδωσε ο Θεός,αλλά την εκμεταλλεύεται το ταγκαλάκι και σε κάνει να κατακρίνης και να αμαρτάνης.Γι΄αυτό, μέχρι να εξαγνισθή η κρίση σου και να έρθη ο θείος φωτισμός,να μην την εμπιστεύεσαι.΄Οταν κανείς ασχολήται με τους άλλους και τους κρίνη,ενώ ακόμη δεν έχει εξαγνισθή η κρίση του,πέφτει συνέχεια στην κατάκριση.
- Και πως , Γ έ ρ ο ν τ α , θα εξαγνισθή η κρίση μου ;
- Πρέπει να την λαμπικάρης.Μπορεί να έχης καλή διάθεση και μια δύναμη μέσα σου,αλλά πιστεύεις ότι κρίνεις πάντοτε σωστά.Η κρίση σου όμως είναι ανθρώπινη, κοσμική.Προσπάθησε να απαλλαγής από το ανθρώπινο στοιχείο,να αποκτήσης ανιδιοτέλεια,για να έρθη ο θείος φωτισμός και να γίνη η κρίση σου πνευματική, θεϊκή.Τότε η κρίση σου θα είναι σύμφωνη με την δικαιοσύνη του Θεού και όχι με την ανθρώπινη δικαιοσύνη΄με την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού και όχι με την λογική την ανθρώπινη.
- Μόνον ο Θεός κρίνει δίκαια,γιατί μόνον Αυτός γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων. Εμείς,επειδή δεν γνωρίζουμε την δίκαιη κρίση του Θεού,κρίνουμε " κατ΄όψιν ", εξωτερικά,και γι΄αυτό πέφτουμε έξω και αδικούμε τον άλλον.Η ανθρώπινη κρίση μας δηλαδή είναι μια μεγάλη αδικία.
Είδες τι είπε ο Χριστός : " Μη κρίνετε κατ΄όψιν,αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε " .
-{Αποσπασμα από το βιβλίο ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΊΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄. }
 
 https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1043459582399501&
set=a.123261771085958.30282.100002064080203&type=3&theater

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό Υπάρχει ένα μυστικό· αν το καταλάβουμε, θα βοηθήσομε.


Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό

Όταν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να μην αγαπούν τον Θεό, στενοχωρούμαστε. Με τη στενοχώρια δεν κάνουμε απολύτως τίποτα.
Ούτε και με τις υποδείξεις.
Ούτε αυτό είναι σωστό. Υπάρχει ένα μυστικό· αν το καταλάβουμε, θα βοηθήσομε.
Το μυστικό είναι η προσευχή μας, η αφοσίωσή μας στον Θεό, ώστε να ενεργήσει η χάρις Του. Εμείς, με την αγάπη μας, με τη λαχτάρα μας στην αγάπη του Θεού, θα προσελκύσουμε την χάρη, ώστε να περιλούσει τους άλλους, που είναι πλησίον μας, να τους ξυπνήσει, να τους διεγείρει προς το θείο έρωτα.
Ή, μάλλον, ο Θεός θα στείλει την αγάπη Του να τους ξυπνήσει όλους. Ό,τι εμείς δεν μπορούμε, θα το κάνει η χάρις Του. Με τις προσευχές μας θα κάνομε όλους άξιους της αγάπης του Θεού.
Να γνωρίζετε και το άλλο. Οι ψυχές οι πεπονημένες, οι ταλαιπωρημένες, που ταλαιπωρούνται από τα πάθη τους, αυτές κερδίζουν πολύ την αγάπη και την χάρι του Θεού. Κάτι τέτοιοι γίνονται άγιοι και πολλές φορές εμείς τους κατηγορούμε. Θυμηθείτε τον Απόστολο Παύλο, τι λέγει: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».
Όταν το θυμάστε αυτό, θα αισθάνεσθε ότι αυτοί είναι πιο άξιοι κι από σας κι από μένα. Τους βλέπουμε αδύνατους, αλλά όταν ανοίξουν στον Θεό, γίνονται πλέον όλο αγάπη κι όλο θείο έρωτα.

Ενώ είχανε συνηθίσει αλλιώς, τη δύναμη της ψυχής τους τη δίδουν μετά όλη στον Χριστό και γίνονται φωτιά από αγάπη Χριστού. Έτσι λειτουργεί το θαύμα του Θεού μέσα σε τέτοιες ψυχές, που λέμε «πεταμένες».
Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά κι εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά μπαίνετε στο βάθος, στη ψυχή της.
Ίσως είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να ελκύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε αυτή να γνωρίσει τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα την στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει την χάρι του Θεού. Θα γίνει αγία.

Είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας να επιμένουμε να γίνουν οι άλλοι καλοί. Στην πραγματικότητα, θέλομε εμείς να γίνομε καλοί κι επειδή δεν μπορούμε, το απαιτούμε απ’ τους άλλους κι επιμένομε σ’ αυτό. Κι ενώ όλα διορθώνονται με την προσευχή, εμείς πολλές φορές στενοχωρούμεθα κι αγανακτούμε και κατακρίνουμε.
Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλουμε και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της.

Η μάνα μεταδίδει στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη δηλαδή, μπορεί κάποτε να βλάψει, δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.
Η αγάπη να είναι μόνον εν Χριστώ. Για να ωφελήσεις τους άλλους, πρέπει να ζεις μέσα στην αγάπη του Θεού, αλλιώς δεν μπορείς να ωφελήσεις τον συνάνθρωπό σου. Δεν πρέπει να βιάζεις τον άλλο. Θα έλθει η ώρα του, θα έλθει η στιγμή, αρκεί να προσεύχεσαι γι’ αυτόν.
Με τη σιωπή, την ανοχή και κυρίως την προσευχή ωφελούμε τον άλλον μυστικά. Η χάρις του Θεού καθαρίζει τον ορίζοντα του νου του και τον βεβαιώνει για την αγάπη Του. Εδώ είναι το λεπτό σημείο. Άμα δεχθεί ότι ο Θεός είναι αγάπη, τότε ένα άπλετο φως θα έλθει πάνω του, που δεν το έχει δει ποτέ. Θα βρει έτσι τη σωτηρία.

«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ»- ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
 http://www.greekpress.gr/%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CE%B2%CE%BB%CE%AD%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CE%BD/

Φ. Κόντογλου, η ζωή και το πλούσιο έργο του


DDr Αλέξιος Παναγόπουλος


[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/1qr6N6I]
Στην πατρίδα του βρέθηκε το 1919, ώστε μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να διοριστεί καθηγητής στο Παρθεναγωγείο της πατρίδας. Δίδαξε γαλλική γλώσσα και τεχνικά, χαρακτική και ζωγραφική. Ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι» και έγινε πρόεδρος. Το 1921 επιστρατεύτηκε κι αυτός ώστε στη Μικρασιατική Εκστρατεία να πολεμήσει για την πατρίδα του. Σύντομα όμως μέσα στο 1922 πήρε το δρόμο της προσφυγιάς, με ένα καΐκι, όπως ο ίδιος αναφέρει, που κατάφερε να τον πάρει, ενώ ως γνωστόν τα ιστορικά γεγονότα της πυρπολημένης Σμύρνης και των υπολοίπων πόλεων της Μ.Ασίας θα παραδοθούν στα βάρβαρα στίφη των ασιατών Τούρκων. Στην ανελέητη σφαγή, στους βιασμούς και στη λεηλασία εις βάρος των ελλήνων της Μ.Ασίας.
γδφη12
Το 1923 με κάποιους συμμαθητές του αποφάσισε να πάει να δεί την πολιτεία του Αγίου Όρους, όπως είπαμε, μάλιστα με μία περίεργη πρόθεση ίσως και να καλογερέψει. Όμως γύρισε, και μέσα στο 1923, κατάφερε και πραγματοποίησε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του στη Μυτιλήνη με τον Κωνσταντίνο Μαλέα. Μετέφερε την έκθεση τον ίδιο χρόνο, στην κοσμοπολίτικη τότε Αθήνα, στην αίθουσα του «Λυκείου των Ελληνίδων», παρουσιαζόμενος για πρώτη φορά, ως ζωγράφος, στο Αθηναϊκό καλλιτεχνικό κοινό. Το 1925 εξέδωσε το περιοδικό «Φιλική Εταιρία». Το έτος 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία. Το έτος 1927 γεννήθηκε η μοναχοκόρη του η Δέσποινα. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό του Κωστή Μπαστιά του γνωστού από το μυθιστοριογραφικό έργο του για τον «Παπουλάκο». Συνεργάστηκαν και οι δύο στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Τελικά το 1933 έλαβε το Πτυχίο του, από τη Σχολή Καλών Τεχνών, ως «Απολυτήριον γραφικής», με βαθμό «Λίαν καλώς» προκειμένου να διδάξει στο Κολλέγιο Αθηνών, τα μαθήματα της ζωγραφικής και της ιστορίας της τέχνης. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, όπως το 1931 στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, του οποίου ζωγράφισε το συντριβάνι, στο Μουσείο Κέρκυρας το 1935, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάϊρο το 1937 και μεταξύ 1936 και 1938 κατά διαστήματα βρέθηκε στο Μυστρά όπου καθάριζε τις σπάνιες τοιχογραφίες των βυζαντινών ναών του βυζαντινού Μυστρά.
Κατά την διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής, το όνομα του Κόντογλου βρίσκεται ανάμεσα στα ονόματα των Ελλήνων λογοτεχνών που συνεργάστηκαν με το ελληνόφωνο ιταλικό περιοδικό της προπαγάνδας «Κουαδρίβιο». Είναι γνωστό ότι καθώς συνεργάζονταν με αυτό, αμείβονταν με χρήματα ή με τρόφιμα, έτσι προκρίθηκε η ανάγκη της καθημερινής επιβίωσης του Κόντογλου. Καθώς μάλιστα είχε αναγκασθεί να πουλήσει το σπίτι του επί της Βιζυηνού αρ. 16 στα Πατήσια, χαρακτηριστικά, για ένα σακί αλεύρι! Όμως ο νέος ιδιοκτήτης της οικίας του Κόντογλου, αδιάφορα, κάλυψε τις ζωγραφιές και νωπογραφίες του με τη λαδομπογιά. Τα επόμενα χρόνια ο Φώτης Κόντογλου μετακόμιζε διαρκώς. Φιλοξενούνταν σε σπίτια των φίλων του, κυρίως στο Παγκράτι, για να καταλήξει όπως λέγει σε ένα γκαράζ. Ήδη είχε περάσει την πείνα του Πρώτου πολέμου και τώρα του Δεύτερου, αφού είχε γευτεί την Μικρασιατική καταστροφή. Πάραυτα συνεχίζει την πνευματική του πορεία αφού την ίδια περίοδο δημοσίευσε κείμενά του στο περιοδικό «Φιλολογική Κυριακή» το έτος 1943. Κατόπιν το 1944 στους «Ορίζοντες» και στα «Ελληνικά Γράμματα».
Μετά την απελευθέρωση, το σπίτι του Φώτη Κόντογλου στην Αθήνα
Μετά την απελευθέρωση, το σπίτι του Φώτη Κόντογλου στην Αθήνα
Από το 1948 αρχίζει να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Ελευθερία» μέχρι τον θάνατό του. Αργότερα το 1959 τον συναντούμε να έχει σύντομη συνεργασία με το «Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας», αλλά κι εκεί λόγω διαφωνίας του σχετικά με την ώρα της μετάδοσης της εκπομπής του παραιτήθηκε.
Το μοιραίο φυγείν αδύνατον. Στις 13 Σεπτεμβρίου του έτους 1963 τραυματίστηκε με τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Βούλα που του άφησε χρόνια προβλήματα.  Ο θάνατος έφτασε κοντά. Το 1965 υποβλήθηκε σε εγχείρηση δυο λίθων από την κύστη. Τελικά πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου του 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση. Ήταν ήδη ταλαιπωρημένος σωματικά και ψυχικά, μετά απ’το ατύχημα που του συνέβη το έτος 1963.
[Συνεχίζεται]
http://www.pemptousia.gr/2016/05/f-kontoglou-i-zoi-ke-to-plousio-ergo-tou/

ΑΡΚΑΣ


 https://www.facebook.com/ARKAS-The-Original-Page-352589524877216/?fref=photo

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΔΕΟΣ ΚΑΙ…ΟΡΓΙΟ ΦΗΜΩΝ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ!

fotoΓράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Μια μοναδική σε όλο τον κόσμο τοιχογραφία της Παναγίας που την αναπαριστά σαν «Παναγία Γελούσα», προκαλεί το δέος στους Τούρκους που σπεύδουν να την «προσκυνήσουν», ενώ οργιάζουν οι φήμες για την σημασία αυτής της ανακάλυψης, «GÜLEN MERYEM TARTIŞMASI» δηλαδή, «Δημόσια συζήτηση για την Παναγία Γελούσα».
Όπως αναφέρουν τα τουρκικά ΜΜΕ, «Dünyada bir benzeri yok. Gülen Meryem Ana ve İsa ya rastlanılmadı», δηλαδή,  «Δεν έχει συναπαντηθεί στον κόσμο καμία Παναγία με τον Ιησού που να μοιάζει με την Παναγία Γελούσα».
iii
Η τοιχογραφία αυτή βρέθηκε στην περιοχή της Νίγδης στην Καππαδοκία και συγκεκριμένα στο Gümüşler Kasabası Ören, εννέα χιλιόμετρα έξω από την Νίγδη, στο λεγόμενο «Μοναστήρι των Ανάργυρων», η ίδρυση το οποίου πάει τουλάχιστον 1800 χρόνια πίσω στον χρόνο. Ο Τούρκος υπουργός Πολιτισμού όταν την αντίκρισε αφού εξέφρασε δημόσια τον μεγάλο του θαυμασμό, δήλωσε πως θα κάνει ότι είναι δυνατό για να συντηρηθεί αυτή η μοναδική τοιχογραφία και να αποδοθεί στο κοινό που θα θελήσει να την επισκεφτεί και να την προσκυνήσει.
gumuslerde-gulen-meryem-ana-33679




Η τοιχογραφία της Παναγίας ήταν κρυμμένη επί πολλά χρόνια και το λαξευτό αυτό μοναστήρι μέχρι το 1963 χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκη. Ο χώρος ήταν εγκαταλειμμένος όταν πριν από λίγα χρόνια άρχισε ξαφνικά να αποκτά ξανά ζωή, μέχρι που ήρθε στο φως αυτή η τοιχογραφία της Παναγίας, που όπως αναφέρεται φώτισε όλο το λαξευτό μοναστήρι.
Ήδη από την δεκαετία του εβδομήντα, ο Άγγλος βυζαντινολόγος Michael Gough είχε έρθει στο μέρος αυτό με μια ομάδα ερευνητών καθώς είχε ακούσει για την φήμη ότι εκεί υπάρχει η σπάνια Παναγία Γελούσα, ένα παγκόσμιο θρησκευτικό φαινόμενο και προσπαθούσε να την ανακαλύψει. Έκτοτε είχαν εμφανιστεί στην περιοχή διάφοροι αρχαιολόγοι που έκαναν έρευνες.
55eb3e33f018fbb8f8b48919
Η μοναδική αυτή παγκοσμίως τοιχογραφία ανάγεται στην βυζαντινή εποχή τότε που στην περιοχή της Νίγδης είχε ακμάσει η Ορθοδοξία και η ευρύτερη περιοχή ήταν γεμάτη από ελληνορθόδοξα μοναστήρια και αμέτρητες λαξευτές εκκλησίες σε όλη την Καππαδοκία.
Ο Τούρκος υπουργός Πολιτισμού, Ertuğlul Günay, σε μια περιοδεία του στην περιοχή εισήρθε και στον χώρο του μοναστηριού και εκεί όταν αντίκρουσε την τοιχογραφία της Παναγίας Γελούσας έμεινε έκθαμβος, όπως αναφέρουν οι δημοσιογραφικές μαρτυρίες και αφού την κοίταξε επί αρκετή ώρα θαυμάζοντας την αποφάσισε να γίνουν όλες οι απαραίτητες εργασίες για την ανάδειξη της μεγάλης και μοναδικής θρησκευτικής και όχι μόνο αξίας της.
Εντυωπωσιακό είνια το γεγονός ότι πρόσφατα ο νομάρχης της περιοχής, Refik Arslan Öztürk, έκανε μια δήλωσε που εξέπληξε καθώς παραδέχτηκε ότι η τοιχογραφία είναι τόπος προσκυνήματος από προσκυνητές που έρχονται από όλη την Τουρκία.
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
www.nikosxeiladakis.gr

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Χρῆστος Γιανναρᾶς Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας

Χρῆστος Γιανναρᾶς - Ὀρθοδοξία καὶ Δύση (ἀποσπάσματα)
Ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας
  Σπουδάζουμε τὴν ἱστορία τοῦ «νεώτερου» Ἑλληνισμοῦ μὲ ἀφετηρία συνήθως, τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453). Ἦταν ἡ τελικὴ πράξη στὴν κατάρρευση τοῦ «βυζαντινοῦ» -ὅπως λέμε σήμερα- Ἑλληνισμοῦ, τὸ τέλος τῶν «μέσων» καὶ ἡ ἀρχὴ τῶν νεώτερων χρόνων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Ἀπὸ τὴν σκοπιά, ὡστόσο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ὁρόσημο ἡ ἀφετηρία τῶν «νεώτερων» χρόνων δὲν εἶναι τὸ 1453. Εἶναι μᾶλλον τὸ 1354: ἡ χρονιὰ ποὺ ὁ Δημήτριος Κυδώνης, μὲ προτροπὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Κατακουζηνοῦ, μεταφράζει στὰ ἑλληνικὰ τὴ Summa Theologiae τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη. Ἐκστασιασμένος ὁ Κυδώνης ἀπὸ τὸ καινούργιο «φῶς» ποὺ ἔρχεται «ἐξ ἑσπερίας», ἀναλαμβάνει νὰ τὸ μεταδώσει στοὺς συμπατριῶτες του Ἕλληνες.
Τὸ γεγονὸς ὁριοθετεῖ μία καινούργια ἐποχὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, μιὰ νέα ἱστορικὴ περίοδο. Περίοδο ὅπου τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἑλλήνων μετατίθεται προοδευτικὰ ἀπὸ τὴ δική τους παράδοση καὶ τὸν δικό τους πολιτισμὸ σὲ κάποιο ἄλλο πρότυπο καὶ ὅραμα βίου.
Σίγουρα ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν πάντοτε ἕνα σταυροδρόμι πολιτισμῶν, ἀντιλήψεων καὶ ἰδεῶν, ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας. Ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα κιόλας χρόνια οἱ Ἕλληνες ἐνδιαφέρονται μὲ πάθος γιὰ ἀλλότριες παραδόσεις, προσλαμβάνουν στοιχειὰ ἀπὸ ξένους πολιτισμούς. Ὅμως τὸ βασικὸ γνώρισμα τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἱκανότητά τους νὰ ἀφομοιώνουν τὶς προσλήψεις καὶ τὰ δάνεια. Κάθε ξένο στοιχεῖο νὰ γίνεται ἀφορμὴ ἐμπλουτισμοῦ καὶ ἀνανεώσης τῆς ἑλληνικῆς αὐτοσυνειδησίας. Στὴν περίοδο ποὺ ἐγκαινιάζεται μὲ τὶς μεταφράσεις τοῦ Κυδώνη, αὑτὴ ἡ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μοιάζει ὑποτονικὴ ἢ ὁλότελα χαμένη. Τὰ δάνεια καὶ οἱ προσλήψεις δὲν ὑποτάσσονται πιὰ στὸν ἑλληνικὸ τρόπο τοῦ βίου, στὴν ἑλληνικὴ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ τοῦ βίου. Ἀντίθετα, ὑποτάσσουν οἱ προσλήψεις καὶ ἀμβλύνουν προοδευτικὰ τὴν πολιτιστικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλοτριώνουν τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα. Εἴτε ὑποταγμένοι στὶς βαρβαρικὲς ὀρδὲς τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια, εἴτε συγκροτημένοι σὲ κράτος μὲ συμβατικὰ γεωγραφικὰ σύνορα, μετὰ τὸ 1827, οἱ Ἕλληνες ζοῦν πιὰ μὲ τὸ βλέμμα καὶ τὸ πνεῦμα τους στραμμένα στὰ «φῶτα» τῆς Δύσης.
Ὅσο κι ἂν λογαριάσει κανεὶς τὶς ἀντιστάσεις τοῦ λαϊκοῦ σώματος σὲ αὐτὴ τὴν προοδευτικὴ ἀλλοτρίωση, ἢ καὶ τὶς ἐπώνυμες ἀντιδράσεις κάποιων ἐλάχιστων λόγιων, τὸ στοιχεῖο ποὺ τελικὰ κυριαρχεῖ εἶναι ἡ αὐξανόμενη ἄγνοια τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν πολιτιστική τους παράδοση, οἱ παραποιημένες ἀντιλήψεις, συχνὰ ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ περιφρόνηση γιὰ τὴν ἑλληνικότητα. Αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸν πολιτισμὸ ποὺ διαμορφώνεται στὴ Δύση καὶ ποὺ μονοπωλεῖ στὶς συνειδήσεις τὴν ἔννοια τῆς προόδου. Ἀκόμα καὶ τὴν ὅποια πληροφορήση γιὰ τὴν πολιτιστική τους κληρονομία τὴν ἀντλοῦν πιὰ οἱ Ἑλληννες ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς μελετητὲς -τοὺς «οὐμανιστὲς» καὶ ἀρχαιολάτρες τῆς Εὐρώπης- ἀνυποψίαστοι γιὰ τυχὸν παρανοήσεις ἡ καὶ ἐσκεμμένες διαστρεβλώσεις.
Ὅμως ἐδῶ θὰ χρειαστεῖ μία πρώτη παρένθεση: ἕνα ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖ τὸ ὁρόσημο τοῦ 1354.
Εἶναι ἄραγε θεμιτὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ Ἑλληνισμὸ καὶ γιὰ ἑλληνικὸ πολιτισμὸ στὸν 14ο αἰώνα; Ἦταν λοιπὸν Ἕλληνες οἱ «Βυζαντινοί», οἱ κάτοικοι τῆς ἀνατολικῆς καὶ πολυεθνικῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας;
Ὁ τρόπος ποὺ σπουδάζουμε σήμερα τὴν Ἱστορία προϋποθέτει - σχεδὸν αὐτονόητα- κάποιες σχηματοποιήσεις: ἴσως ἀναπόφευκτες προκειμένου νὰ τιθασεύσουμε τὸ ἱστορικὸ ὑλικό. Διαιροῦμε σχηματικὰ τὸν ἱστορικὸ χρόνο σὲ περιόδους καὶ διαστέλλουμε, ἐπίσης σχηματικά, τοὺς πολιτισμοὺς ἢ τὶς ἐθνότητες. Καὶ ἡ λογικὴ τῶν ἱστορικῶν μας σχηματοποιήσεων, πολὺ συχνά, πειθαρχεῖ σὲ κριτήρια ποὺ ἔχουμε σήμερα γιὰ τὸν «πολιτισμὸ» ἢ τὴν «ἐθνότητα»- καὶ ποὺ δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὰ κριτήρια καὶ οἱ ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐξετάζουμε.
Ἔτσι καὶ στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ κράτος, γιὰ πολλὲς δεκαετίες, οἱ Ἕλληνες διδάσκονταν στὰ σχολεῖα τὴν ἱστορία τους χωρισμένη σὲ τρεῖς μεγάλες καὶ μᾶλλον σχηματικὲς περιόδους: Τὴν περίοδο τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν πρωτοελλαδικὴ καὶ πρωτομινωικὴ ἐποχὴ (2900 π.Χ.) ὡς τὴν κατάκτηση τῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους (146 π.Χ.) ἢ ὡς τὸ κλείσιμο τῶν τελευταίων φιλοσοφικῶν σχολῶν τῆς Ἀθηνᾶς (529 μ.Χ.). Τὴν περίοδο τῆς «βυζαντινῆς» ἡ μεσαιωνικῆς Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης (325 μ.Χ.) ὡς καὶ τὴν πτώση της (1453). Καὶ τὴν περίοδο τῆς νεώτερης Ἑλλάδας- ἀπὸ τὸ 1453 ὡς σήμερα.
Αὐτὴ ἡ ἐκπαιδευτικὰ παγιωμένη διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀπηχοῦσε μίαν ἀντίληψη διαχρονικῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ-καὶ μάλιστα μὲ βάση τὴν ἐθνοφυλετικὴ ὁμοιογένεια. Ἑνὸς Ἑλληνισμοῦ φυλετικὰ ἑνιαίου μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν γενεῶν: μὲ συνέχη βιολογικὴ διαδοχὴ ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια ὡς σήμερα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν πολὺ ἔγκαιρα, στὸν 19ο αἰώνα, κάποιος ἀσήμαντος γερμανὸς ἱστορικός, ὁ Φαλλμεράυερ, ἀμφισβήτησε τὴν ἀπευθείας καταγωγὴ τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ἡ ταραχὴ ποὺ προκλήθηκε στὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο ἦταν ἀποκαλυπτικὴ μιᾶς βαθύτερης συγχύσης. Οἱ Νεοέλληνες δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ὁρίσουν τὴν ἑλληνικότητά τους. Καὶ τὸ μεγαλύτερο σκάνδαλο ἦταν ἡ βυζαντινὴ ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τους: Μὲ ποιὸ κριτήριο νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς Ἕλληνες οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πανσπερμίας τῶν φυλῶν ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν Ἀνατολικὴ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία -μίαν αὐτοκρατορία ὡστόσο μὲ κυρίαρχη γλῶσσα τὴν ἑλληνική, μὲ φιλοσοφία καὶ τέχνη ποὺ συνέχιζε ὀργανικὰ καὶ ἀνέπλαθε δημιουργικὰ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κληρονομία. Σίγουρα οἱ βυζαντινοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας -κάποιοι μὲ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα- συνέχιζαν τὸν προβληματισμὸ καὶ τὸν λόγο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῆς Στοᾶς καὶ τῶν Νεοπλατωνικῶν, ὅμως παράλληλα ἔγραφαν λόγους «κατὰ Ἑλλήνων», ἀφοῦ στὴν ἐποχή τους ἡ λέξη Ἕλληνας σημαῖνε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο εἰδωλολάτρης. Ἀλλὰ καὶ ὁ συνολος πληθυσμὸς πρέπει νὰ γνώριζε ἀρκετὰ καλὰ τὰ κείμενα τῶν εἰδωλολατρῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἐπὶ χίλια περίπου χρόνια ἀλφαβητάρι γιὰ τὴν ἐκμάθηση ἀνάγνωσης καὶ γραφῆς ἦταν ὁ Ὅμηρος.
Τὸ δυσεπίλυτο πρόβλημα ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας διαιωνίζεται στὸ νεοελληνικὸ κρατίδιο ὡς σήμερα.
Ὑπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοὶ» διανοούμενοι, ποὺ θεωροῦν ὑποτιμητικὴ κάθε ἐπιμειξία τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀμφισβητοῦν πεισματικὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας. Ὅπως ὑπάρχουν καὶ κάποιοι χριστιανοὶ διανοούμενοι, μὲ ἰδεολογικὰ ἐπεξεργασμένη πίστη, ποὺ προτιμᾶνε τὸ ὄνομα τοῦ «Ῥωμιοῦ» καὶ τῆς «Ῥωμιοσύνης» στὴ θέση τοῦ Ἕλληνα καὶ τῆς ἑλληνικότητας. Ὑπῆρξε καὶ νεοέλληνας Πρωθυπουργὸς καὶ Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ποὺ δὲν δίσταζε νὰ μιλάει γιὰ τὶς πολλαπλὲς ὑποδουλώσεις ποὺ γνώρισαν οἱ Ἕλληνες: πρῶτα στοὺς Ῥωμαίους, ὕστερα στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ μετὰ στοὺς Τούρκους!...
Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσεγγίσουμε τὴ σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴ Δύση στὰ νεώτερα χρόνια, χωρὶς νὰ διατυπώσουμε καταρχὴν μιὰ πρόταση ἐξόδου ἀπὸ τὴν πελώρια αὐτὴ συγχύση-πρόταση κάποιου ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας. Ἡ πρόταση εἶναι νὰ δοῦμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει κανεὶς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπέκτησε γεωγραφικὰ σύνορα γιὰ πρώτη φορὰ στὸν 19ο αἰώνα -μόλις πρὶν ἀπὸ ἑκατὸν ἑξήντα χρόνια. Καὶ ὅτι αὐτὰ τὰ σύνορα- τοῦ συμβατικοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση ἐνάντια στοὺς Τούρκους- ἄφηναν ἀπέξω τὰ τρία τέταρτα τῶν ἑλληνόφωνων πληθυσμῶν τῆς τότε Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα δὲν εἶχε ἑνιαία κρατικὴ ὑπόσταση, οὔτε καὶ σύνορα. Ἦταν τὸ σύνολο τῶν «ἑλληνίδων πόλεων» -ἀνεξάρτητες πόλεις- κράτη, ποὺ ἁπλωνόταν ἀπὸ τὴν Μακεδονία ὡς τὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ τὴν Ἰωνία ὡς τὴν Σικελια, τὴν κάτω καὶ κεντρικὴ Ἰταλία. Οἱ πόλεις αὐτὲς ἀναγνωρίζονταν ὡς «ἑλληνίδες» ὄχι μόνο γιὰ τὴν κοινή τους ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κοινὸ τρόπο τοῦ βίου, δηλαδὴ τὸν κοινὸ πολιτισμό τους [Ἡ κοινὴ ἑλληνικὴ συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικὰ ἔκδηλη στὶς περιπτώσεις τῶν κοινῶν ἑορτῶν καὶ ἀγώνων (στὴν Ὀλυμπία, στὴν Νεμέα, στὸν Ἰσθμὸ τῆς Κορίνθου καὶ στοὺς Δελφούς), ὅπου μόνο Ἕλληνες μποροῦσαν νὰ συμμετάσχουν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πόλη καταγωγῆς τους]. Θὰ ἀπαιτοῦσε μία ἐκτενῆ ἀναπτύξη τὸ περιεχόμενο τῆς λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ ταύτιση μὲ τὸν ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας καταρχὴν ὁρισμός.
Στὸν 4ο π.Χ. αἰώνα ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἑνώνει κάτω ἀπὸ τὴ στρατιωτική του ἰσχὺ τὶς περισσότερες ἑλληνίδες πόλεις, προκειμένου νὰ ἐπιχειρήσει μία μεγαλεπίβολη ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν. Κατατροπώνει τοὺς Περσες, ἀλλὰ συνεχίζει τὴν ἐκσταρατεία του ὡς τὴν Βακτριανὴ καὶ τὶς Ἰνδίες. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀλέξανδρος ἀντιλαμβάνεται τὴν κατάκτηση αὐτῶν τῶν ἀπέραντων περιοχῶν -ἀπὸ τὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Κασπίας ὡς τὴν Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αἴγυπτο καὶ ὡς τὸν Ἰνδικὸ ὠκεανό- εἶναι νὰ ἱδρύει παντοῦ καινούργιες ἑλληνίδες πόλεις, ποὺ μεταφέρουν τὸν ἑλληνικὸ ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Ἔτσι γεννιέται ὁ «μέγας κόσμος» τῆς ἑλληνικῆς οἰκούμενης- ἕνα ἐκπληκτικὸ φαινόμενο πολιτισμικῆς ἔκρηξης ποὺ δὲν ἔχει τὸ ὅμοιο στὴν Ἱστορία.
Ὅταν ἀργότερα ἡ Ῥώμη, ἀκολούθωντας τὸ ὅραμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, θὰ ἑνοποιήσει μὲ τὶς δικές της κατακτήσεις καὶ κάτω ἀπὸ τὸ δικό της διοικητικὸ σύστημα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐξελληνισμένων ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο περιοχῶν, τὸ κοινὸ καὶ συνεκτικὸ στοιχεῖο τῆς αὐτοκρατορίας της θὰ παραμείνει ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Συνειδητοποιοῦμε ὄχι μόνο τὴν ἔκταση, ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος ἡ τὴν ποιότητα ἐξελληνισμοῦ τῆς ῥωμαϊκῆς «οἰκούμενης», ὅταν διαβάζουμε τὰ ἑλληνικὰ κείμενα ἑνὸς φανατικὰ συντηρητικοῦ Ἑβραίου: τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν λαὸς ποὺ ἀντιστάθηκε σθεναρὰ καὶ μὲ αἱματηρὸ τίμημα στὸν ἐξλληνισμό του, καὶ ὁ Παῦλος ἀνῆκε στὴν πιὸ συντηρητικὴ κοινωνικὴ ὁμάδα τῶν Ἑβραίων, στοὺς Φαρισαίους. Κι ὅμως ὁ ἐθνοφυλετικὸς συντηρητισμός του δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ χειρίζεται τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὶς ἑλληνικὲς φιλοσοφικὲς ἔννοιες, ἀλλὰ καὶ κάποιους ἕλληνες συγγραφεῖς, μὲ μίαν εὐχέρεια ποὺ δύσκολα θὰ τὴν συναγωνιζόταν ὁποιοσδήποτε Ἀλεξανδρινὸς ἢ καὶ Ἀθηναῖος της ἐποχῆς του.
Ἀπὸ τὸν 2ο κιόλας π.Χ. αἰώνα, ἡ ἴδια λατινικὴ ἀριστοκρατία τῆς Ῥώμης προτιμάει στὶς κοινωνικὲς ἀναστροφὲς τὴ χρήση τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας, καὶ ὅταν τὸν 1ο μ.Χ. αἰώνα ὁ Παῦλος καὶ πάλι γράφει τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους, δὲν διανοεῖται νὰ χρησιμοποιήσει τὰ λατινικά. Δυόμισι αἰῶνες ἀργότερα, ἡ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα τοῦ Διοκλητιανοῦ θὰ διακρίνει ὅτι τὸ κέντρο τῶν ἱστορικῶν ἐξλιξεων ἔχει ὁριστικὰ μετατεθεῖ στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, γι' αὐτὸ καὶ θὰ περάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς βασιλείας του στὴν Νικομήδεια. Ἔτσι ἔχει προετοιμασθεῖ καὶ τὸ τολμηρὸ ἐγχείρημα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου νὰ μεταθέσει τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας σὲ μιὰ καινούργια ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, τὴ Νέα Ῥώμη, ποὺ ὁ λαὸς θὰ τὴν ἀποκαλέσει Κωνσταντινούπολη.
Μὲ κέντρο πιὰ τὴν Νέα Ῥώμη, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ διανύσει μία θαυμαστὴ σὲ κάθε φάση τῆς ἱστορικὴ διαδρομὴ ὁλόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, ἡ πολιτισμική της ταυτότητα δὲν εἶναι οὔτε ἀμιγῶς ῥωμαϊκή, οὔτε ἀμιγῶς ἑλληνική. Εἶναι τὸ χριστιανικὸ στοιχεῖο ποὺ πρωτεύει, καὶ μάλιστα ἡ ἐμμονὴ καὶ πιστότητα στὴν ὀρθόδοξη πρωτοχριστιανικὴ παράδοση. Μὲ ἄξονα βίου τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ ἀναχωνεύσει ὀργανικὰ καὶ δημιουργικὰ τὴ ῥωμαϊκὴ παράδοση τοῦ δίκαιου καὶ τῆς διοίκησης, καὶ παράλληλα τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τέχνη. Μετὰ τὸν 6ο αἰώνα θὰ εἶναι καὶ ἐπίσημα μία ἑλληνόφωνη αὐτοκρατορία, καὶ μετὰ τὸν 10ο αἰώνα θὰ υἱοθετήσει καὶ τοὺς ὅρους Ἕλληνας καὶ ἑλληνικός, φορτισμένους πιὰ μὲ ἀξιολογικὸ περιεχόμενο, γιὰ νὰ ἀντιπαρατάξει τὴ δίκη τῆς πολιτισμικὴ ταυτότητα στὸν καινούργιο πολιτισμὸ ποὺ γεννιέται στὴν κατακτημένη ἀπὸ βάρβαρα φύλα καὶ φυλὲς Δύση.
Αὐτοὶ οἱ καινούργιοι κάτοικοι τῆς δυτικῆς καὶ κεντρικῆς Εὐρώπης, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔχουν ὑποτάξει καὶ ἐξουθενώσει τοὺς λατινόφωνους Ῥωμαίους, φιλοδοξοῦν νὰ σφετερισθοῦν, μὲ τὴ λογικὴ τῆς γεωγραφικῆς ὁριοθετήσης, τὸν τίτλο καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Ῥωμαίου στοὺς πολίτες τῆς ἀνατολικῆς καὶ ἐξελληνισμένης αὐτοκρατορίας. Τοὺς ἀποκαλοῦν χλευαστικὰ «Γραικούς», καὶ ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα ἡ ἱστοριογραφία τους θὰ ἐπινοήσει τὸ πρωτοφανὲς ὄνομα Βυζάντιο καὶ «Βυζαντινός». Βέβαια τὸ Βυζαντιο ὑπῆρξε ἱστορικά: ἦταν ἡ πολίχνη στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου -ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀποικία- ποὺ στὴν θέση της ὁ Κωνσταντῖνος ἔχτισε τὴ Νέα Ῥώμη. Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀνάκληση τοῦ παλαιοῦ τοπωνυμίου ἐνδιέφερε τοὺς Δυτικοὺς μόνο γιὰ νὰ ὑποκατασταθεῖ τὸ ὄνομα τῆς Νέας Ῥώμης. Γιὰ τοὺς ἐλληνοφώνους Ῥωμαίους, ἀκόμα ὡς τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ ὄνομα «Βυζαντινὸς» θὰ ἦταν μᾶλλον ἀκατανόητο -θὰ ἠχοῦσε τόσο παράλογα, ὡς ἂν ἀποκαλοῦσε κάποιος τὸν σημερινὸ κάτοικο τῆς Ἑλλάδας «Πλακιώτη» (ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς παλιᾶς συνοικίας ποὺ γύρω χτίστηκε ἡ καινούργια πόλη τῶν Ἀθηνῶν). Κι ὅμως τὸ αὐθαίρετο ἐπινόημα τῶν Δυτικῶν κυριάρχησε τελικά, καὶ εἶναι σήμερα καθιερωμένο στὴν κοινὴ συνείδηση καὶ στὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη.
Στὸ μεταξύ, στὸν 2ο π.Χ. αἰώνα ὡς τὸν 19ο, ἡ γεωγραφικὴ περιοχὴ ὅπου ἄνθισαν οἱ ἀρχαῖες ἑλληνίδες πόλεις, γνώρισε διαδοχικὰ περίπου δεκαεπτὰ ἐπιδρομὲς βάρβαρων φύλων καὶ φυλῶν. Ἀπὸ τὶς παραδουνάβιες περιοχὲς ὡς τὴν Κρήτη, καὶ ἀπὸ τὴν νότια Ἰταλία ὡς τὰ βάθη τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τὸν Πόντο, οἱ ἑλληνόφωνοι πληθυσμοὶ δοκιμάστηκαν σκληρὰ ἐπὶ αἰῶνες ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν κατακτήσεων, ποὺ σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες ἐπιμειξίες μὲ τοὺς γηγενεῖς Ἕλληνες. Ἔτσι, ὁποιοσδήποτε ἰσχυρισμὸς γιὰ φυλετικὴ ὁμοιογενεια καὶ «καθαρότητα αἵματος» τῶν νεώτερων Ἑλλήνων θὰ εἶχε ἐρείσματα μᾶλλον περιορισμένα ἡ συγκεχυμένα, καὶ σὲ μεγάλο ποσοστὸ θὰ ἦταν μόνο ῥομαντικὴ αὐθαιρεσία. Ἀλλὰ τὸ ἱστορικὸ παράδοξο εἶναι αὐτὸ ποὺ μὲ τὴν ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ὁ στρατηγὸς Μακρυγιαννης στὸν 19ο αἰώνα: «ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε τοὺς Ἕλληνες καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά». Αὕτη ἡ «μαγιὰ» τῶν ἑλληνίδων πόλεων καὶ ἀργότερα τῶν κοινοτήτων, μέσα ἀπὸ τὶς κατακτήσεις καὶ ἐπιμειξίες, ἔσῳζε τελικὰ τὴν ἑλληνικὴ ἰδιαιτερότητα: τὴ γλώσσα, τὴ νοοτροπία, τὴν ἑλληνικὴ νοηματοδοτήση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς· ἀπὸ κάποια ἐποχὴ καὶ μετὰ ἑνωμένα ὅλα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀρθοδοξία.
Βέβαια μία τέτοια «μαγιὰ» δυναμικῆς καὶ ἀδιάκοπα ἀνανεουμενης ἑλληνικότητας δὲν ἀνιχνεύεται μὲ ἀναφορὰ σὲ γενεαλογικὰ δέντρα - στὴ συνεχῆ ἱστορικὴ διαδοχὴ οἰκογενειῶν καὶ ὀνομάτων. Ἀνιχνεύεται στὴ λαϊκὴ ποίηση, στὸ λαϊκὸ ἦθος, στὸν τρόπο ποὺ ἔχτιζαν καὶ εἰκονογραφοῦσαν τὶς ἐκκλησιὲς ὡς τὴν πιὸ ἀπομακρυσμένη ἑλληνικὴ κοινότητα, ἀνιχνεύεται στὴ μουσική, στὶς λαϊκὲς φορεσιές, στὰ προικοσύμφωνα καὶ στὰ συνεταιρικὰ συμβόλαια. Κυρίως στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, ἦταν ἡ ΠΡΑΞΗ τῆς ζωῆς, ἐκφράση τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης (ὄχι ἰδεολογικὰ ἢ φυλετικὰ κριτήρια), ποὺ ξεχώριζαν τὸν ὀρθόδοξο Ἕλληνα ἀπὸ τὸν ἀλλόθρησκο Τοῦρκο ἡ τὸν ἑτερόδοξο «Φράγκο»: Ἦταν ἡ νηστεία, ἡ γιορτή, ὁ χορὸς στὸ πανήγυρι, τὸ ἀναμμένο καντήλι στὸ οἰκογενειακὸ εἰκονοστάσι, τὸ ζύμωμα τοῦ προσφόρου, ὁ ἁγιασμὸς κάθε μήνα.
Ἔτσι, ὅταν τὸν δεύτερο χρόνο τῆς ἐξέγερσής τους ἐνάντια στὴν τουρκικὴ τυραννία (1822) οἱ Ἕλληνες συγκροτοῦν τὴν πρώτη καὶ ἱδρυτικὴ τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, δὲν ἔχουν ἄλλο τρόπο νὰ ὁρίσουν τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα, παρὰ μόνο καταφεύγοντας στὴν θρησκευτική του πίστη. Στὸ τμῆμα Β´ #β τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου διαβάζουμε: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσιν Ἕλληνες».
Εἶναι μᾶλλον ἡ πιὸ ἀπερίφραστη δικαίωση τῆς πρότασης νὰ ὁρίζουμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ βίου.

Στὶς βασικὲς θέσεις αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου συγκλίνουν συμπερασματικὲς μαρτυρίες ἀπὸ διαφοροποιημένες θεωρητικὲς προοπτικές. Πρβλ. ἐνδεικτικά:
Κ.Θ. Δημαρᾶς: «Ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ μεγάλους πολιτισμικοὺς ὄγκους, ποὺ ξεχωρίζουν πάντα, ὅσο κι ἂν οἱ τροπὲς τῆς ἱστορίας τυχαίνει νὰ προκαλέσουν μετατοπίσεις. Ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση σμίγουν ἐπάνω στὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη, ποὺ γίνονται ἔτσι ἕνα σταυροδρόμι ὅπου ἀδιάκοπα συγκρούονται δυὸ πρωταρχικὲς μορφὲς πολιτισμοῦ. Προγεφύρωμα καὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου πολιτισμοῦ στὶς ἀντίθετες διευθύνσεις τους, ὁ ἑλληνικὸς χῶρος δοκιμάσθηκε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν κατάκτηση. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ δράμα τῆς φυλῆς μας, εἶναι καὶ μία ἀπὸ τὶς δόξες της ἀπὸ τὴν ἄποψη τὴν πολιτισμική: ὁ ἑλληνισμὸς δέχθηκε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν πλούσιες καὶ ποίκιλες ἐπιδράσεις, ποὺ προκάλεσαν τὴν ἰδιοτυπία του. Ἡ θέση του ἀνάμεσα σὲ πολιτισμοὺς ποὺ τὸν ἐπηρεάζουν, τοῦ ἐπέτρεψε ἀνέκαθεν νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὶς ἰδιότητές του, νὰ ἀσκήσει τὴν ἀφομοιωτική του δύναμη. Ἐξ ἄλλου ἡ γεωγραφικὴ θέση τοῦ ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐπέφερε κι ἕνα ἄλλο σταθερὸ χαρακτηριστικό της φυλῆς. Θυμίζω τὴν παρατήρηση τοῦ Ἀριστοτέλη: οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης τοῦ φαίνονται δραστήριοι, ἀλλὰ χωρὶς ὀξύτητα τοῦ νοῦ; οἱ Ἀσιάτες τὸ ἀντίθετο. Κι ὁ Ἀριστοτέλης, ἔτσι, καταλήγει νὰ θεωρεῖ ὅτι οἱ Ἕλληνες, ζῶντας σ᾿ ἕνα κλίμα ποὺ μετέχει καὶ ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, συνδυάζουν καὶ τῶν δυὸ ὁμάδων τὰ προτερήματα. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, λοιπόν, ἐκφράζεται μέσα στὴν ἀδιάκοπη ἀνανέωση τὴν ὁποία προκαλοῦν οἱ ἐπαφὲς μὲ τοὺς ξένους πολιτισμούς, καὶ στὴν ἀδιάκοπη ἀκτινοβολία ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰδιοτυπίας του καὶ τᾶν ἐπαφῶν του... Οἱ λαοί, ὅπως κάθε ὀργανισμός, ἀφομοιώνουν ὅσο εἶναι ζωντανοί, καὶ ἀφομοιώνουν τόσο περισσότερο καὶ τόσο καλύτερα ὅσο πιὸ ζωντανοὶ εἶναι. Ἡ ἐλάττωση τῆς ἀφομοίωσης ἐκφράζει βιολογικὴ πτώση τοῦ ὀργανισμοῦ; μόνο οἱ νεκροὶ ὀργανισμοὶ παύουν νὰ ἀφομοιώνουν... Ἐκεῖνο ποὺ προέχει εἶναι ἡ ἱκανότητα γιὰ πραγματικὴ ἀφομοίωση, γιὰ δημιουργία δηλαδὴ νέου στοιχειοῦ, ἰδοτυπου, ἀπὸ τὸ ξένο.» (Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, Ἀθήνα 1968, Πρόλογος, σελ. ιγ-ιδ).
Νίκος Σβορῶνος: «Θεωρῶ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ ὡς ἕνα δυναμικὸ φαινόμενο μὲ διαφορετικὲς φάσεις. Δὲν πιστεύω βέβαια στὴ φυλετικὴ συνέχεια. Δὲν κάνω ζωολογία, κάνω ἱστορία. Δὲν ξέρω τί εἶναι ἀνθρωπολογικὰ ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ ἢ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἢ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. Εἶναι ἀνακατεμένα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους τους ἱστορικοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου. Γιὰ τὸ ὅτι ὑπάρχει, ὅμως, ἀπὸ παλιά, πολὺ παλιά, ἕνας ἑλληνικὸς λαὸς ποὺ ἔχει συνείδηση τῆς ἑνότητάς του καὶ τῆς διαφορᾶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς, καὶ ἔχει συνείδηση τῆς ἰδιαιτερότητάς του καὶ τῆς πολιτισμικῆς του συνέχειας, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία... Καὶ ἐδῶ μπορῶ νὰ ἐπαναλάβω, σύντομα καὶ ἁπλουστευτικά, ὁρισμένες προτάσεις ποὺ ἔχω διατυπώσει: Τὴν ὕπαρξη -ἕως τὴν ἐπικράτηση τῆς ῥωμαϊκῆς ἰδέας, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς Ῥώμης καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ- ἑνὸς ἑλληνικοῦ λαοῦ, φυλετικὰ ἀνάμεικτου, ὅπως ὅλοι οἱ ἱστορικοὶ λαοί, μὲ κοινὰ πολιτισμικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ μὲ συνείδηση τῆς ἑνότητάς του καὶ τῆς συνέχειάς του. Τὴ βαθμιαία ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ συνειδησιακὸ περιεχόμενο τῆς ἑλληνικότητας, μὲ τὴν ἐπικράτηση δυὸ πλατύτερων ἰδεῶν, τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ῥωμαϊκότητας, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἰδεολογία συνεκτικὴ τοῦ βυζαντινοῦ κράτους- πράγμα ποὺ δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη, συγχρόνως, καὶ μιᾶς ἰδιαίτερης συνείδησης τῆς ἰδιαιτερότητας σὲ κάθε λαό, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ πολυεθνικὸ αὐτὸ πολιτικὸ καὶ πολιτισμικὸ συγκρότημα. Τέλος, τὴ σταδιακὴ πολιτισμικὴ ἐπανασυνδέση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἰδέα καὶ τὸ παλιὸ ἑλληνικό του παρελθόν, ὅπως κατὰ τὸν 11ο αἰώνα, καὶ τὴν κατάκτηση μιᾶς καθαρὰ ἑλληνικῆς συνείδησης, ποὺ συντελεῖται κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια του Βυζαντιου, καὶ καταλήγει μὲ τὴν διαμόρφωση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ ἔθνους, μέσα στὴν Τουρκοκρατία, καὶ τὴν διακήρυξη τῆς βούλησής του νὰ δημιουργήσει ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση... Ὁ ἑλληνισμὸς βρέθηκε σὲ τέτοιες ἀντικειμενικὲς καταστάσεις, ὥστε νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους λαοὺς οἱ ὁποῖοι ἀπόκτησαν ἐθνικὴ συνείδηση ἀκριβῶς μέσα σε εὐρύτερα σύνολα καὶ σὲ ἀντιπαραθέση μὲ αὐτά. Κυρίως σὰν κατακτημένος λαός. Καὶ τὸ ὅτι διατήρησε τὴ γλώσσα του, τὴν ἐθνική του συνείδηση, γιὰ μενα τοῦτο εἶναι ἀντιστασιακὸ φαινόμενο... Δὲν θεωρῶ ἀντίσταση ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ πάρεις τὰ ὅπλα καὶ νὰ ἀνέβεις στὰ βουνά. Αὐτὸ εἶναι εὔκολο πράγμα, σχετικὰ εὔκολο. Τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ μείνεις αὐτὸ ποὺ εἶσαι, καὶ αὐτὸ βέβαια συνδυάζεται μὲ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ. Μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν κατακτήθηκε ὁ ἑλληνικὸς λαός, εἴτε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἀρχικὰ εἴτε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, εἶχε ἐθνικὴ ἑνότητα καὶ συνείδηση τῆς ἑνότητας αὐτῆς. Ὑπῆρχε μία λαϊκὴ ἑνότητα μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, καὶ εἶχε συνείδηση τῆς ταυτότητάς του αὐτῆς, ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἀπορρόφηση ἀπὸ ἄλλους λαούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ κατακτητές του.» (Συνέντευξη στὸ περιοδικὸ Σύγχρονα θέματα, τεῦχος 35-37, Δεκέμβριος 1988).
Εὐάγγελος Παπανοῦτσος: «Ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Ἔθνους τὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος ἄξονάς της καὶ ποὺ δικαιολογημένα πρέπει νὰ εἶναι τὸ καμάρι μας:τὴν ἰδέα τῆς ἀκατάλυτης διάρκειας, τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας ποὺ παρουσιάζει αὐτὸς ὁ μικρὸς καὶ βασανισμένος λαὸς στὴ μακρὰ καὶ γεμάτη ἀπὸ ὡραῖες σελίδες πνευματική του ἱστορία. Καὶ ἀλήθεια ἀναμφισβητη καὶ χρέος ἐθνικὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα εἶναι νὰ τονίζουμε στὶς γενεὲς ποὺ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τοὺς μέσα στὸν ἐθνικὸ στίβο, ὅτι ποτὲ δὲν ἔπαψε αὐτὴ ἡ φυλὴ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐκδηλώνεται πνευματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ ἔργα ἀξιόλογα. Ὅτι σὲ ὅλες τὶς φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ βίου της τραγούδησε, ἐρεύνησε καὶ στοχάστηκε, ἔγραψε καὶ φιλοσόφησε, ζωγράφισε ἔπλασε κ᾿ ἔχτισε, δηλαδὴ ἔζησε καὶ πνευματικὰ καταξίωσε τὴ ζωή της, ὅπως ζοῦν καὶ πνευματικὰ καταξιώνουν τὴ ζωὴ τοὺς οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν καὶ δημιουργοῦν παράδοση... Τὸ ἄμεσο ἐθνικὸ παρελθὸν στὴν πνευματική μας ἱστορία διαγράφεται μὲ μία φοβερὴ γιὰ τὶς συνέπειές της μονοκοντυλιά. Ἀφήνοντας τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα διασκελίζουμε βιαστικὰ καὶ μὲ συγκατάβαση δέκα αἰῶνες βυζαντινῆς ἱστορίας καὶ ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο μὲ συναίσθημα πικρίας ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς Τουρκοκρατίας, προσπαθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν μετὰ τὸ Εἰκοσιένα ἐλεύθερο ἑαυτό μας μέσα ἀπὸ τὴν ἰταλική, τὴν ἀγγλική, τὴ γαλλικὴ καὶ τὴ γερμανικὴ Ἐπιστήμη καὶ Φιλοσοφία τῶν τετρακοσίων τελευταίων ἐτῶν. Νὰ ξανακολλήσομε στὴν Εὐρώπη γίνεται ἡ ἔγνοια μας καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνακουφίσουμε τὸν πληγωμένο μας ἐθνικὸ ἐγωισμὸ μὲ τὴν προσπάθεια νὰ ἀποδείξομε, ὅτι οἱ προχωρημένοι στὸν πολιτισμὸ Εὐρωπαῖοι ὀφείλουν τὰ φῶτα τους στοὺς ἀρχαίους μας προγόνους. Πῶς δημιουργήθηκε, καὶ ἰδίως πῶς διαδόθηκε καὶ ἔπιασε αὐτὸς ὁ μύθος; πῶς ἡ ἐλεύθερη μετὰ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση πατρίδα ἔπεσε σ᾿ αὐτὴ τὴ θανάσιμη πλάνη καὶ ἔκανε τὴν ἀσύγγνωστη ἀδικία νὰ σκίσει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χεριὰ τόσες ἑκατοντάδες λαμπρῶν σελίδων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκρωτηριάσει τὴν πνευματική της ἱστορία. Ἕνα πάντως εἶναι βέβαιο: ὅτι τὸ κακὸ ἔγινε, ὅτι ἡ πλάνη ἐξακολουθεῖ σὲ πολλοὺς νὰ ὑπάρχει.» (Νεοελληνικὴ Φιλοσοφία, Ἀθῆναι-Βασικὴ Βιβλιοθήκη τόμος 35- Εἰσαγωγή, σελ. 7 καὶ 8).
Ζήσιμος Λορεντζᾶτος: «συνεχίζουμε τὸ ὄνομα ἑνὸς ἄνισου τόπου, ποὺ ὑπάρχει πολὺ περισσότερο στὸ χρόνο παρὰ στὸ χῶρο, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ μοίρα μας δὲν καταλαβαίνει τὴ μοίρα τῶν λαῶν τοῦ χώρου, ἀλλὰ κλώθεται ὁλοένα τριγύρω στὸ ἄλυτο πρόβλημα τῶν δυὸ διαστάσεων. Εἴμαστε οἱ μνηστῆρες τοῦ χρόνου καὶ οἱ καταδικασμένοι τοῦ χώρου. Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ θὰ πρέπει νὰ συλλογιστοῦμε μήπως μέσα στὴν ἐποχὴ ποὺ μπαίνουμε δὲ μᾶς ἀπομένει ἄλλο ἐμπόρευμα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπίδοσή μας... Ἡ δική μας ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ἀνατολῆς -ἄμεσα ἢ ἔμμεσα- ἔδωσε στὴ Δύση ὅ,τι βαθύτερο ἀκριβῶς ἔχει νὰ παρουσιάσει ἐκείνη πνευματικά. Καὶ ὅταν λέμε δική μας δὲν ἐννοοῦμε πὼς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δώσαμε στοὺς ἄλλους τίποτα ἢ πὼς ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀνήκει σὲ μᾶς, εἶναι ἐθνικὴ ἡ φυλετική, ἀλλὰ πὼς ἐμεῖς ἀνήκουμε σὲ αὐτὴ κατὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ γινόμαστε ἡμεῖς, λαὸς ἅγιος Χριστοῦ, καθὼς ἔγραφε ὁ Φώτιος ἀπὸ τὴν ἐξορία (Ἐπιστολὴ 126), καὶ μόνο κατὰ τὸ ποσοστὸ αὐτό, ὅσο τὴν ἔχουμε ἢ τὴν ἀκολουθοῦμε, μποροῦμε τὴν ὀρθόδοξη παράδοση νὰ τὴ λεμὲ δική μας; ποτὲ ἐθνικὰ ἢ φυλετικά.» (Μελέτες, Ἀθήνα, Ἐκδ. Γαλαξίας, 1967, σελ. 17 καὶ 160).
 
 http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Κυριακή τοῦ Παραλύτου, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς


images (1)
    Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ὑπομένει ὅλα τὰ λυπηρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς μὲ καρτερία κι ἐλπίδα στό Θεό. Γι αὐτὸν ἡ κάθε μέρα θὰ εἶναι μῆνας στόν οὐρανό, ἐνῶ στόν ἄπιστο θὰ μοιάζει μὲ χρόνο ὁλόκληρο. Γιατὶ ὁ ἄπιστος χαίρεται μόνο ὅταν δέν ὑποφέρει· κι ὅταν ὑποφέρει, τὸ κάνει χωρὶς ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στό Θεὸ καὶ δυσανασχετεῖ…
Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ ν’ ἀναζητήσει τίς αἰτίες πού τὸν βασανίζουν μέσα του, ἐνῶ ὁ ἀνόητος κατηγορεῖ πάντα τοὺς ἄλλους. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος θυμᾶται ὅλες τίς ἁμαρτίες πού ἔκανε ἀπὸ παιδί. Τὶς θυμᾶται μὲ φόβο Θεοῦ καὶ περιμένει νά πληρώσει γι’ αὐτές…
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐπωφελεῖται ἀπ’ ὅλα τὰ βάσανα του, γνωρίζοντας πώς ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη Του γιά τὸν ἄνθρωπο, γιά τή δική του ὠφέλεια. Μὲ τὸ ἔλεός του ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νά ἐπισκεφτοῦν τὸν ἄνθρωπο βάσανα γιά τὶς ἁμαρτίες του. Μὲ τὸ ἔλεός Του τὸ κάνει αὐτό, ὄχι μὲ τή δικαιοσύνη Του. Ἂν ἐνεργοῦσε μὲ τή δικαιοσύνη Του, τότε κάθε ἁμαρτία ἀναπόφευκτα θὰ ‘φερνε θάνατο, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος:
«Ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκυεῖ θάνατον» (Ἰάκ. Α΄ 15). Κι ὁ Θεὸς ἀντὶ γιά θάνατο χαρίζει θεραπεία μέσ’ ἀπὸ τὰ βάσανα. Τὰ βάσανα εἶναι ὁ τρόπος πού χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς γιά νά θεραπεύσει τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Μόνο ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος σκέφτεται πώς τὰ βάσανα εἶναι κακό. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος γνωρίζει πώς τὰ βάσανα δέν εἶναι κάτι κακὸ
ἀλλὰ ἡ φανέρωση τοῦ κακοῦ, ἡ θεραπεία του. Πραγματικὸ κακὸ γιά τὸν ἄνθρωπο εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία. Ἐκτὸς ἁμαρτίας δέν ὑπάρχει τίποτα κακό. Ὅλα τ’ ἄλλα πού οἱ ἄνθρωποι ἀποκαλοῦν κακὰ δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ πικρὸ φάρμακο πού θεραπεύει τὸ κακό. Ὄσο πιὸ ἄρρωστος πνευματικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πικρότερο εἶναι τὸ φάρμακο πού τοῦ δίνει ὁ γιατρός.
Μερικὲς φορὲς ὁ ἄρρωστος νομίζει πώς τὸ φάρμακο εἶναι χειρότερο καὶ πιὸ πικρὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀρρώστια. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλό. Τὰ βάσανα εἶναι βαρυτέρα καὶ πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πού ἔκανε. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπάτη, μία πολὺ μεγάλη αὐταπάτη. Δέν ὑπάρχει στόν κόσμο βάσανο τόσο σκληρὸ καὶ τόσο ὀλέθριο ὅσο ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τὰ βάσανα πού ὑποφέρουν ἄνθρωποι καὶ λαοὶ δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἡ πλούσια θεραπεία πού παρέχει σὲ ἀνθρώπους καὶ ἔθνη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά τοὺς σώσει ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Κάθε ἁμαρτία, ἑπομένως, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι, ἀναπόφευκτα τὴν ἀκολουθεῖ θάνατος, ἂν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν ἐπιτρέψει τὴν ἐπίσκεψη τῆς ἀρρώστιας, γιά νά συνεφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τή μέθη τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἡ θεραπεία πού ἀκολουθεῖ τὸν πειρασμό, προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος.
Ἴσως ἰσχυριστεῖς: «Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τὰ βάσανα ἐπειδὴ φοβᾶται τὸ θάνατο. Μποροῦν τὰ βάσανα ν’ ἀπομακρύνουν τὸ θάνατο;» Τὶ εἶναι αὐτὸ πού ὁδηγεῖ τὸ σῶμα στό θάνατο; Ἡ ἀρρώστια ἢ τὸ φάρμακο; Σίγουρα ἡ ἀρρώστια, ὄχι τὸ φάρμακο. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν δέν εἶναι τὰ βάσανα πού ὁδηγοῦν τὴν ψυχὴ στό θάνατο ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ποὺ φέρνει τὴν ἀρρώστια στόν ἄνθρωπο καὶ τὸ θάνατο στήν ψυχή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ σπόρος τοῦ θανάτου, ἕνας φριχτὸς σπόρος, ποὺ ἂν δέν ξερριζωθεῖ ἔγκαιρα μὲ τὰ βάσανα καὶ δέν καεῖ μὲ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θ’ ἀναπτυχθεῖ καὶ θὰ καλύψει ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ θὰ τὴν κάνει δοχεῖο θανάτου, ὄχι ζωῆς.
Εἶναι σαφὲς λοιπόν πώς τὸν πόνο πρέπει νά τὸν ἀντιμετωπίσεις μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στόν Θεό, μὲ εὐχαριστία, μὲ χαρά. «Ὅσας ἔδειξάς μοι θλίψεις πολλὰς καὶ κακάς», λέει ὁ προφήτης Δαβὶδ στό Θεό, «καὶ ἐπιστρέψας ἐζωοποίησάς με… ψαλῶ σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ. Ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου, ὅταν ψάλω σοι, καὶ ἡ ψυχή μου, ἥν ἐλυτρώσω» (Ψαλμ. Ο΄ 20-23). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συμβουλεύει τοὺς πιστούς: «ἀλλὰ καθ’ ὃ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α΄ Πέτρ. δ΄ 13 ). Αὐτὸ σημαίνει πώς πρέπει νά χαιρόμαστε συνειδητά, ταπεινά, μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα. Κι αὐτὸ γιά τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιά καινὴ ζωή, γιά νά κατοικήσει μέσα καὶ γύρω μας ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθαινε στήν ἐξορία, βασανισμένος καὶ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ τελευταῖα λόγια πού ψέλλισε, ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Ἡ Ἁγία Γραφὴ κι ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας προσφέρουν τὰ μεγαλύτερα παραδείγματα ὑπομονῆς σὲ βάσανα πρωτάκουστα στούς ἀνθρώπους. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης καὶ μακρόχρονης ὑπομονῆς στόν πόνο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Κάνοντας τὴν περιγραφὴ τοῦ δύστυχου ἀνθρώπου πού ἦταν παράλυτος γιά τριάντα ὀκτὼ χρόνια, μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει ταυτόχρονα ἢ μᾶλλον μᾶς διαβεβαιώνει γιά δύο μεγάλα μυστήρια. Τὸ πρῶτο εἶναι πώς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἦταν τόσα χρόνια ἄρρωστος, χρωστοῦσε τὴν αἰτία τῆς ἀρρώστιας του στόν ἴδιο, στήν ἁμαρτία του. Τὸ δεύτερο εἶναι πώς ὁ παντοδύναμος Κύριος Ἰησοῦς θεράπευσε τὸν ἄρρωστο μὲ τή θεϊκὴ του δύναμη, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβατόν σου καὶ περιπάτει» ( Ἰωάν. ε΄ 8). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀποκαλύφτηκαν γιά μία ἀκόμα φορὰ ἡ θεϊκὴ ἀγάπη Του γιά τὸ ἀνθρώπινο γένος κι ἡ θεϊκὴ Του δύναμη, ποὺ ἐπιφανειακὰ καλύπτονταν μὲ τὸ παραπέτασμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ «ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἐστὶ δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τή προβατική κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα» ( Ἰωάν.ε΄ 1, 2). Ἡ Προβατικὴ κολυμβήθρα ἡ Βηθεσδά, πῆρε τ’ ὄνομά της ἀπὸ τή γειτονικὴ Προβατικὴ Πύλη (βλ. Νεεμ.Α΄ 1,32), ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα πού προορίζονταν γιά θυσία, γιά νά τὰ πλύνουν πρῶτα στήν κολυμβήθρα…
«Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν. Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι» (Ἰωάν.ε΄ 3-4)…
Πέντε στοὲς γεμάτες μὲ ἀνάπηρους· τὶ περίεργος χῶρος γιά τὴν ἄσκήση τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδας στό Θεό! Τὶ περιέργη, τὶ ζωντανὴ εἰκόνα! Τὶ παράδοξη καὶ ψηλαφητὴ ἀπεικόνιση τῆς κατάστάσης ὅπου δαπανοῦν τή ζωή καὶ τὴν ὑγεία τους ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης! Καὶ γιά ποιό σκοπό; Γιά ν’ ἀγοράσουν ἁμαρτία, νά μαζέψουν ἁμαρτία.
Οἱ πέντε στοὲς στήν Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἔχουν καταρρεύσει ἐδῶ καὶ πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια. Μὴ νομίζετε ὅμως πώς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπίνης θλίψης καὶ τῆς φτώχειας πού κείτεται θαμμένη στά ἐρείπιά της ἔχει τελειώσει. Μὴ νομίζετε πώς αὐτὴ εἶναι μία μεμονωμένη ἱστορία, πὼς βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ σᾶς καί πώς δέν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τή δική σας ζωή. Δέν ἔχει ὑποπέσει στίς αἰσθήσεις σας συγκεντρωμένος πόνος καὶ θλίψη, δάκρυα καὶ στεναγμοί, ἁμαρτία κι ἀνομία, πονηρὲς καὶ κακὲς σκέψεις, τυφλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἄνομα πάθη, ἀτελέσφορες προσπάθειες καὶ φροῦδες ἐλπίδες; Ἀχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια εἶσαι! Σὲ σένα ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ λειτουργοῦσε σὰν τὸν ποιμένα πού σῴζει ἕνα – ἕνα τὰ χαμένα πρόβατά του, ὡσότου ἐμφανιστεῖ ὁ Ποιμὴν τῶν πάντων, ἀγγέλων κι ἀνθρώπων. Ἔνας σιωπηλὸς ἄγγελος, ὑπηρέτης τοῦ Δημιουργοῦ του, τάραζε τὸ νερὸ γιά νά πλύνει τὸ ἄρρωστο πρόβατο ἀπὸ τή μόλυνση τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅταν κατέβηκε σὲ σένα ὁ καλὸς Ποιμένας, ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ δημιουργικὸ λόγο Του ἀπομάκρυνε τὴν ἁμαρτωλὴ μόλυνση καὶ σὲ ἄδειασε. Αὐτὸς ἦταν ὁ Καλὸς Ποιμένας. Γι αὐτὸ τὸ λόγο ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ προφητικὰ εἶχε ὀνομαστεῖ προβατική. «Τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά… καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ» (Ἰωάν. ι΄3,4). Τὰ πρόβατα ἀκοῦνε τή φωνή τοῦ Καλοῦ Ποιμένα.
«Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.» (Ἰωάν. ε΄5-7). Ὁ παντογνώστης Κύριος εἶχε δεῖ ἀπὸ πρὶν κι ἀπὸ μακριὰ ποιός τὸν ζητοῦσε, ποιός τὸν εἶχε ἀνάγκη…
Ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος ἦταν πολὺ ἄρρωστος. Μία ἀρρώστια πού κρατάει τριάντα ὀκτὼ μέρες στούς ἀνθρώπους μοιάζει ἀτέλειωτη. Τὶ νά ποῦμε τώρα γιά μία ἀρρώστια πού κρατάει τριάντα ὀκτὼ χρόνια; Τὸ πόσο γρήγορα ἢ ἀργὰ περνάει ἡ ἀρρώστια, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τή δική μας στάση, ἀπὸ τή δική μας διάθεση. Οἱ χαρούμενες ὦρες ἔχουν φτερά, περνᾶνε γρήγορα. Οἱ ὦρες τοῦ πόνου ὅμως εἶναι ἄπτερες, συχνὰ δέν ἔχουν οὔτε πόδια καὶ περνᾶνε πολὺ ἀργά. Γιά ἕναν παράλυτο ἄνθρωπο, φαίνεται νά ‘χει παραλύσει κι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος γιά ἐκεῖνον μοιάζει ἀκίνητος, ὅπως εἶναι κι ὁ ἴδιος…
Τὶ ἡρωικὴ ὑπομονὴ εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός! Τὶ ὑπεράνθρωπες προσπάθειες θὰ κατέβαλε γιά νά συρθεῖ ὡς τὴν κολυμβήθρα τή στιγμή πού ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τάραζε τὸ νερό! Τὶ σταθερὴ ἐλπίδα εἶχε στή θεραπεία του ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, ἀκόμα κι ἀπὸ δεκαετία σὲ δεκαετία! Μ’ ὅλο πού ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπόφερε τόσο πολὺ γιά τὶς ἁμαρτίες του, δέν μποροῦμε παρὰ νά τὸν θαυμάζουμε. Ὅταν τὸν φέρνουμε στό νοῦ μας, δέν μπορεῖ παρὰ νά σκεφτόμαστε τόσους ἀδύναμους χαρακτῆρες – ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέους καὶ νέες – στίς μέρες μας πού, ἂν καὶ ὑφίστάνται πολὺ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τὰ χέρια τους, παραιτοῦνται ἀπὸ τή ζωή κι ἀναχωροῦν γιά τὴν ἄλλη αὐτόχειρες.
«Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», τὸν ῥώτησε ὁ μοναδικὸς Φίλος πού ἔσκυψε ποτέ κοντὰ του, στό κρεβάτι του, τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος. Ὁ τυφλὸς ἔχει κάποιον ὁδηγό, ὁ ἀνάπηρος ἔχει συγγενεῖς, ὁ ἀδύνατος ἔχει φίλους. Ἐγὼ δέν ἔχω κανέναν στόν κόσμο ὁλόκληρο νά μὲ λυπηθεῖ καὶ νά μὲ βάλει στό νερὸ τή στιγμή πού παίρνει τή θεραπευτική δύναμη. Τὴν ὥρα πού προσπαθῶ νά συρθῶ στό νερὸ ἄλλος προλαβαίνει, μπαίνει πρῶτος καὶ θεραπεύεται κι ἐγὼ πρέπει νά ξανάκανω τὴν ἴδια ἐπωδύνη προσπάθεια γιά νά γυρίσω στό κρεβάτι μου. Κι αὐτὸ γίνεται γιά τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια τώρα. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δέν ἔχω οὔτε χρήματα οὔτε ὑπηρέτη.
Ἀνάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους στήν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τοὺς ἄνεργους ὡς τοὺς πλουσίους καὶ δυνατούς, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καὶ μοναδικὸς γιά ν’ ἀπλώσει τὸ χέρι του καὶ νά σὲ βοηθήσει γιά χάρη τῆς ψυχῆς του; Δέν μποροῦσε τουλάχιστο νά στείλει τὸν ὑπηρέτη του καὶ νά σὲ βοηθήσει; Ὄχι οὔτε ἕνας…
Ὑπάρχουν, Κύριε, πολλοὶ περπατοῦν κοντά μου, μὰ ἐγὼ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Κι ὑπάρχουν τόσο πολλοὶ ἱερεῖς! Δές τὸ ναό, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ δρόμο. Ἀμέτρητοι ἱερεῖς διαβάζουν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους νά δίνουν ἐλεημοσύνες. Καὶ δὲν βρέθηκε κανένας τους νά ἔρθει ἤ ἔστω νά στείλει κάποιον γιά νά σὲ βοηθήσει; Ἔτσι εἶναι, Κύριε. Ἐκεῖ στό ναὸ ὑπάρχουν πολλοὶ ἱερεῖς. Ἐγὼ ὅμως «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὑπάρχουν πολλοὶ Ἰουδαῖοι, χιλιάδες χιλιάδων, ποὺ συνάχτηκαν στήν Ἱερουσαλὴμ γιά τή γιορτή. Κανένας τους ὅμως δέν ἐνδιαφέρεται γιά ἕναν πονεμένο καὶ ἤσυχο ἄνθρωπο. Ἐνδιαφέρονται γιά τὸ Σάββατο…
Ἐδῶ βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος – ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος! Ἐδῶ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ ἀγαπᾷ περισσότερο ἀπὸ τὸ συγγενῆ καὶ τὸ φίλο, ποὺ ὑπηρετεῖ πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη. Δέν ἔκανε τὸ μακρὺ καὶ κουραστικὸ ταξίδι ἀπὸ τή Γαλιλαία ὡς τὴν Ἱερουσαλὴμ γιά τὸ Σάββατο καὶ τή γιορτή, ἀλλὰ γιά χάρη ἑνὸς πονεμένου ἀνθρώπου. Ἦρθε ὥστε μὲ τὰ ἔργα Του, κι ὄχι μὲ λόγια, νά καταγγείλει τή φοβερὴ ἔλλειψη ἀγάπης ἑνὸς λαοῦ πού τὰ αἰσθητήριά του ἔχουν ἀμβλυνθεῖ. Ὁ Ἄνθρωπος ἦρθε γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.» (Ἰωάν.ε΄ 8-9). Ἀπὸ τή στιγμή αὐτή καὶ προφανῶς γιά πάντα, ὁ ἄγγελος σταμάτησε νά ‘ρχεται καὶ νά ταράζει τὸ νερὸ στήν Προβατικὴ Κολυμβήθρα. Γιατὶ ἐμφανίστηκε ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ποὺ θεραπεύει χωρὶς μεσάζοντες. Ἐνόσω οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὸ Νόμο, ὑπηρέτες τοῦ Νόμου, ὁ Κύριος χρησιμοποιοῦσε τοὺς δούλους Του. Τώρα πού ἦρθε ἡ χάρη κι ὁ Νόμος ἀτόνησε, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κοντὰ στόν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ πατέρας στά παιδιὰ του. Ὁ ἴδιος, μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια, τοὺς προσφέρει τὶς δωρεὲς Του.
Ἴσως ῥωτήσει κάποιος: Γιατὶ ὁ Κύριος δέν ἔκανε στόν ἄρρωστο ἄνθρωπο τή συνηθισμένη ἐρώτηση: Πιστεύεις; Γιατὶ δέν ἐρεύνησε νά δεῖ ἂν ὑπῆρχε πίστη μέσα του, ὅπως ἔκανε μὲ πολλοὺς ἄλλους; Μὰ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δέν ἦταν ὁλοφάνερη; Τριάντα ὀκτὼ χρόνια κείτονταν ὑπομονετικὰ σ’ ἕνα συγκεκριμένο τόπο, μὲ τὴν ἐλπίδα πώς θὰ λάβει βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό…
Στή Βηθεσδὰ τότε ὁ Κύριος ἐνήργησε ἀπὸ τή μία ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑπόφερε γιά τόσο μακρὺ διάστημα, σ ἕνα περιβάλλον ἐλεεινό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα, ἔδρασε ἔτσι καὶ μ’ ἕνα σκοπό: γιά νά καταδείξει τὴν ἔλλειψη ἀγάπης ὄχι μόνο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ συνάνθρωπό τους νά ὑποφέρει καὶ δέν κουνάγανε τὸ δαχτυλάκι τους γιά νά βοηθήσουν. Καὶ τέλος, ὁ Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τὸν παραλυτικὸ ἡμέρα Σάββατο, ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νά τὸ κάνει αὐτὸ καὶ Παρασκευή, ἂν ἤθελε. Τὸ ‘κανε αὐτὸ γιά νά καταγγείλει τὴν εἰδωλολατρικὴ προσκύνηση τῶν Ἰουδαίων στήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Νά δείξει πώς ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε εἶδος νομικῆς τυπολατρείας. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχει τή μοναδική σφραγῖδα τοῦ τρόπου πού ἐνεργεῖ ὁ Θεός: νά στοχεύσει σὲ πολλοὺς στόχους ταυτόχρονα.
«Ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον» (Ἰωάν. ε΄ 9-10). Τὶ στρεψόδικες ψυχὲς ἔχουμε ἐδῶ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! Ἀντὶ νά χαροῦν πού ἕνα σερνάμενο σκουλήκι στάθηκε ὄρθιο καὶ ξανὰ ‘γινε ἄνθρωπος, ἀντὶ νά τὸν συγχαροῦν πού ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του, ἀντὶ νά ξεσηκώσουν τὴν πόλη ὁλόκληρη, νά τοὺς καλέσουν ὅλους γιά νά δοξάσουν τὸ ζωντανὸ καὶ στοργικὸ Θεό, ἀντὶ γιά ὅλ’ αὐτὰ ἐξοργίστηκαν μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐπειδὴ κουβαλοῦσε στούς ὤμους του τὸ κρεβάτι του καὶ ξαναγύριζε ὑγιὴς στό σπίτι του.
«Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;» ( Ἰωάν.ε΄ 11,12). Ἐδῶ ἔχουμε μία ἄκομα ἀπόδειξη τῆς τυφλότητας τῶν Ἰουδαίων, τῆς τυπολατρικῆς καὶ μαγικῆς ἀντίληψης ποὺ εἶχαν γιά τὸ Σάββατο…
Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ὁ περιούσιος λαός! Δέστε τί καρποὶ βλάστησαν στή γῆ πού ἐξέθρεψε τὸ Μωυσή, τὸν Ἠσαΐα, τὸ Δαβίδ! Ἡ ἄλλοτε γνωστὴ εὐλάβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξελίχτηκε σὲ μία σαββατολατρεία. Ἡ ἱερατικὴ ὑπηρεσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἔγινε μία ἀστυνομικὴ ἐγρήγορση καὶ παρακολούθηση τῆς τάξεως τῆς θέας πού ὀνομάζεται «Σάββατο»!
« Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ ᾿Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. (Ἰωάν. 3, 13). Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶχε κοιτάξει ἀπὸ τὸ κρεβάτι του τὰ μάτια τοῦ Κυρίου. Εἶχε νιώσει τή ζωοποιὸ ἀνάσα Του, εἶχε γνωρίσει τή θαυματουργικὴ Του δύναμη. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως δέν μποροῦσε νά τοὺς δώσει τὸ ὄνομα τοῦ θεραπευτή του ἢ νά τοὺς πεῖ ἀπό ποῦ ἐρχόταν. Ὁ Κύριος μὲ τό πού πραγματοποίησε τή θεραπεία χάθηκε μέσα στό πλῆθος κι ἄφησε τὰ πράγματα νά ἐξελιχτοῦν μόνα τους. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ σπορέας. Σπέρνει τὸν καλὸ σπόρο καὶ τὸν ἀφήνει ν ἀναπτυχθεῖ καὶ μὲ τὸν καιρὸ νά καρποφορήσει, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο ὅπου ἔπεσε. Ὁ Κύριος ἔκανε τὸ καλὸ ἔργο, τὸ θεϊκό, τόσο σὲ δύναμη ὅσο καὶ σὲ ἀγάπη, κι ἀποσύρθηκε γιά νά γλυτώσει τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶπε λίγο ἀργότερα: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων, οὐ λαμβάνω» (Ἰωάν. ε΄ 41). Φεύγει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιά νά μὴ τὸν φθονήσουν, ὅπως γίνεται συνήθως. Φεύγει ὅμως γιά νά δώσει παράδειγμα καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς πού λεγόμαστε χριστιανοί. Τὸ καλὸ ἔργο τελειοποιεῖται καὶ δικαιώνεται ὅταν γίνεται μόνο ἀπὸ ἀγάπη γιά τὸν ἄνθρωπο καὶ γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά κάνουν καλὰ ἔργα, ἂς μὴ τὰ κάνουν ἀπὸ ματαιότητα, γιά νά προσελκύσουν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος ἐπιδείχνει τὰ καλὰ του ἔργα σὲ κοινὴ θέα, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βάζει τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στούς λύκους. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νά προσέχουμε πολὺ τὰ καλὰ μας ἔργα, ν’ ἀποφεύγουμε νά προκαλοῦμε τὸν ἔπαινο ἤ τὸ φθόνο τῶν ἄλλων. Ὅποιος γυρεύει σκόπιμα τὸν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ξέχωρα ἀπὸ τὸ καλὸ του ἔργο, θὰ κάνει καὶ δυό κακά: Τὸν ἔπαινο, ποὺ θὰ βλάψει τὸν ἴδιο προσωπικά, καὶ τὸ φθόνο, ποὺ θὰ βλάψει τοὺς ἄλλους.
«Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰωάν. ε΄14 ). Ὁ Κύριος θεράπευσε τὸ σῶμα καὶ τώρα ἀναβιβάζει τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ ἀνώτερη σφαῖρα, στήν πνευματικὴ του διάσταση. Κάνει τὸν θεραπευμένο νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ πηγὴ κι ἡ αἰτία τῆς φοβερῆς του ἀρρώστιας ἦταν ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸν προειδοποιεῖ νά πάψει ν’ ἁμαρτάνει. «Ἵνα μὴ χεῖρον σοι τὶ γένηται».
Δέν εἶναι γνωστὸ σὲ τί εἶδος ἁμαρτίας εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὰ οὔτε καὶ μᾶς βοηθάει ἡ γνώση αὐτή. Ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται κάθε ἁμαρτία, πὼς ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντὰ Του. Γνωρίζουμε πώς κάθε ἁμαρτία γιά τὴν ὁποία δέν ἔχουμε μετανοήσει, ἀργὰ ἤ γρήγορα θὰ προκαλέσει πόνο, θὰ φέρει βάσανα. Μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρον σοὶ τὶ γένηται. Τώρα ὁ Θεός σοῦ ἔδειξε τὸ ἔλεός Του, ἡ ἁμαρτία σοῦ συχωρέθηκε. Μὴν ἑξακολουθεῖς νά πειράζεις τὸ Θεὸ ὅμως, μὴ τὸν προκαλεῖς. Γιατὶ τότε, ἀντὶ γιά τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἴσως συναντήσεις τή δικαιοκρισίᾳ Του. Ἂν κατόρθωσες νά δικαιωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τὴν προηγούμενη ἁμαρτία σου, μὲ μία ἀνεπαρκή γνώση γιά τή δύναμή Του, μετὰ ἀπ’ αὐτό πού ἔγινε δὲ θὰ μπορέσεις νά βρεῖς δικαιολογία.
Αὐτὴ εἶναι μία θαυμάσια ἀλλὰ καὶ φοβερὴ προειδοποίηση πρὸς ὅλους μας. Πῶς ἂν γιά μία φορὰ νιώσαμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πάνω μας δέν πρέπει νά ξαναμαρτήσουμε, μήπως μᾶς βρεῖ κάτι χειρότερο ἀπ’ αὐτό πού μὰς λύτρωσε ὁ Θεός.
«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ» (Ἰωάν ε΄15). Εἶδε ὅτι ὠφελήθηκε ὁ ἄνθρωπος κι εἶπε στούς Ἰουδαίους πώς τὸν ἔκανε καλὰ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ καλὴ πίστη, μὲ καλὲς προθέσεις. Τὸν ῥωτήσανε γιά τὸν Ἰησοῦ κι αὐτὸς νόμισε πώς ἦταν καλὸ νά τὸ πεῖ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔνιωσε πὼς ὄφειλε αὐτὸ στόν εὐεργέτῃ του, ἔπρεπε νά γνωρίσει τὸ ὄνομά του στούς ἄλλους, νά τὸ μάθουν ὅλοι, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι πού τὸν ῥώτησαν. Οὔτε νά φανταστεῖ δέν μποροῦσε πόσο πονηρὲς ἦταν οἱ καρδιὲς ἐκείνων πού ῥωτοῦσαν γιά τὸν Ἰησοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσε νά ὑποψιαστεῖ πώς ἐκεῖνοι δὲ ῥωτοῦσαν γιά νά δοξάσουν τὸν Ἰησοῦ σὰν θαυματουργό, μὰ γιά νά τὸν θανατώσουν, ἐπειδὴ δέν τήρησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου;
Πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τὸ σημεῖο αὐτό. Πηγαίνει καὶ λέει στούς Ἰουδαίους πώς ὁ Ἰησοῦς ἦταν πού τὸν θεράπευσε. Κατέχεται ὁλόκληρος ἀπὸ τή σκέψη τῆς θεραπείας καὶ τοῦ θεραπευτή του. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντίθετα, κατέχονταν ἀπὸ τὴν σκέψῃ τοῦ σαββατισμοῦ, τῆς μὴ τήρησης τοῦ Σαββάτου…
Ἡ σκέψη καὶ ἡ διαθεσὴ του ἦταν νά δοξολογήσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν εὐεργέτῃ του. Ἡ σκέψη κι ἡ διάθεση τῶν Ἰουδαίων ἦταν νά τὸν θανατώσουν. «Οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι», γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς (Ἰωάν.ε΄ 16) γιατὶ ἤθελαν νά τὸν σκοτώσουν; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος πού πρόσεξε τὸ δυστυχῆ παράλυτο τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια; Μάλιστα, γι’ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ γιά ἕναν ἄλλο λόγο. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος πού ἔδωσε μεγαλύτερη σημασία στή ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν τυπολατρία τοῦ σαββατισμοῦ τῶν Ἰουδαίων.
Ὁ Κύριος πέρασε ἀπαρατήρητος ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς παγίδες καὶ τὶς ἐνέδρες τῆς κακίας τῶν Ἰουδαίων, σκορπίζοντας μὲ λόγο καὶ ἔργα τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης γιά τοὺς ἀνθρώπους, ὡς τή στιγμή πού ἀποφάσισε πώς ἦρθε ἡ ὥρα νά παραδοθεῖ στά χέρια τῶν Ἰουδαίων. Γιά νά δείξει τή μεγαλοσύνῃ Του μὲ τὴν ταπείνωσή Του, νά νικήσει τὸ θάνατο μὲ τὸ θάνατό Του.
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ἐπισκόπου Ἀχρίδος

http://www.imaik.gr/?cat=56
 http://amethystosbooks.blogspot.gr/